Μάκης Παπαδημητρίου: «Η Μήδεια είναι μια γυναίκα ταλαιπωρημένη»

Ο Μάκης Παπαδημητρίου μιλά στην εφημερίδα «Πελοπόννησο» για την Μήδεια, για τις αλλαγές που έγιναν, το ξανά-ανέβασμα στην σκηνή.

Μήδεια

«Μου αρέσει πάρα πολύ το θέατρο στην Πάτρα, το Ρωμαϊκό Ωδείο πιστεύω ότι είναι από τα καλύτερα που υπάρχουν» μας λέει ο Μάκης Παπαδημητρίου ο οποίος αύριο στις 9.30 το βράδυ θα ανέβει στη σκηνή του Ρωμαϊκού Ωδείου ως Μήδεια, στην ομώνυμη παράσταση του Μποστ και στο πλαίσιο του 40ού Φεστιβάλ Πάτρας – Θεσμός Αρχαίου Δράματος.

Σήμερα ο Μάκης Παπαδημητρίου μιλάει στην εφημερίδα «Πελοπόννησο» για την Μήδεια, φυσικά, για τις αλλαγές που έγιναν, το ξανά-ανέβασμα στην σκηνή, τον κινηματογράφο κ.ά.

Τι κοινό έχει η Μήδεια του Μποστ με την Μήδεια του Ευριπίδη;

Το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι και οι δύο σκοτώνουν τα παιδιά τους. Αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Ηταν παλιόπαιδα και είχαν συνάψει σχέσεις με έναν καλόγερο και μία καλόγρια και επίσης η Μήδεια τα σφάζει και για να εκδικηθεί προφανώς τον Ιάσονα ο οποίος έχει όχι μία αλλά πολλές ερωμένες. Παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια της κατά κάποιο τρόπο.

Αρα ως χαρακτήρας, η Μήδεια του Μποστ πώς είναι;

Είναι μια γυναίκα ταλαιπωρημένη θα έλεγε κάποιος από την ατυχία. Κάποια στιγμή στο έργο παρουσιάζεται και ο ίδιος ο Ευριπίδης που προτείνει στη Μήδεια να γράψει ένα έργο για τη ζωή της, με τίτλο φυσικά «Μήδεια» και θέμα τη ζωή της. Εκείνη, εξιστορώντας την ιστορία λέει ότι εγώ έφτασα εδώ έχοντας ήδη σκοτώσει τον αδελφό μου, έχοντας ήδη κάνει κάποια εγκλήματα… Και αποδεικνύεται ότι ο Ευριπίδης γίνεται ο αγγελιαφόρος των κακών μαντάτων γιατί της λέει ότι ακούγεται ότι ο Ιάσονας έχει μια ερωμένη η οποία μένει σπίτι της και την λένε Πολυξένη και είναι μια καλόγρια. Οπότε δημιουργείται ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον στο οποίο η Μήδεια δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, παίρνει ένα μαχαίρι και τους σφάζει όλους, και την καλόγρια, και τα παιδιά και όποιον βρει στο δρόμο της.

Πώς μπορούμε και γελάμε με μία παιδοκτόνο;

Είναι ένας μύθος που είναι ήδη γνωστός: η Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της. Ο μύθος είναι η αφορμή αλλά η ίδια η παράσταση και με τον τρόπο που έχει σκηνοθετηθεί από τον Νικορέστη Χανιωτάκη, είναι μια ξεκάθαρη κωμωδία, μια σατιρική κωμωδία.

Εχουν γίνει προσαρμογές και αλλαγές ώστε να έρθει αυτό το σατιρικό κείμενο στο σήμερα;

Εχουν γίνει διάφορες αλλαγές. Υπάρχουν κάποια πρόσωπα που αναφέρονται μέσα στο αρχικό έργο που και τότε που είχε γραφτεί, ήταν ήδη 20 χρόνια μακριά από την επικαιρότητα. Για εμάς, φανταστείτε ότι μιλάμε για μια διαφορά 50 χρόνων. Δεν έχει γίνει αλλαγή στη δομή και στα πρόσωπα του έργου, απλά όταν μιλάνε για κάποιους στο παρελθόν, δεν αναφέρονται στο τόσο μακρινό παρελθόν αλλά στο πιο πρόσφατο. Υπήρχε μια αναφορά για τον Ανδρέα Παπανδρέου, για τον βασιλιά κλπ, τα οποία εμείς αλλάξαμε τα πρόσωπα. Ετσι τώρα π.χ. η αναφορά είναι στον Τσοχατζόπουλο.

Αν γραφόταν η Μήδεια σήμερα, πώς θα ήταν;

Πολύ δύσκολο. Η αλήθεια είναι ότι τα έργα του Μποστ είναι μετρημένα στα δάχτυλα και όλα είναι σατιρικές κωμωδίες που έχουν αυτό το λόγο τον ποιητικό. Δεν ξέρω πόσο εύκολο θα ήταν να γραφόταν μια ορίτζιναλ τέτοιου τύπου κωμωδία σήμερα. Νομίζω ότι ο Μποστ ήταν πολύ ιδιαίτερος, παρόλα αυτά μακάρι να το προσπαθήσει κάποιος και να έχει και επιτυχία.

Πώς είναι το να υποδύεστε μία γυναίκα επί σκηνής; Χρειάζεται να μπείτε σε μία ξεχωριστή ψυχολογία;

Ετσι όπως έχει σκηνοθετηθεί η παράσταση και έτσι όπως είναι γραμμένο το κείμενο, είναι αλήθεια πως δεν έχει σημασία που ένας άνδρας παίζει την γυναίκα. Και η ίδια η παράσταση δεν επικεντρώνεται στο πόσο καλά κάποιος την γυναίκα ή πόσο καλά κάνει μια γυναίκα τον άνδρα, γιατί υπάρχει και αυτό στην παράσταση. Από την αρχή της παράστασης καταλαβαίνουμε ότι βλέπουμε κάτι που δεν επικεντρωνόμαστε στο πόσο καλά το κάνουμε αλλά στην ιστορία που φέρνουν αυτά τα πρόσωπα.

Ανεβήκατε στην σκηνή μετά από ένα χρόνο, αναγκαστικής παύσης. Πώς αισθανθήκατε;

Είναι πολύ ωραία. Και μάλιστα το feedback που έχουμε από τον κόσμο είναι πως αυτό τους έλειψε: να πάνε στο θέατρο.

Τώρα που ξαναβγήκατε στον «δρόμο», τι συνειδητοποιήσατε ότι σας έλειπε πιο πολύ;

Το να δουλεύω. Οχι τόσο στο θέατρο συγκεκριμένα, αλλά η δουλειά ως δουλειά, ότι έχεις μια κανονικότητα στη ζωή σου. Πας στη δουλειά σου και επιστρέφεις. Αυτή η αναμονή, το πότε θα κλείσουμε, πότε θα κλείσουμε κλπ, ήταν εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Οικονομικά ήταν πολύ άσχημα. Αλλά αυτό που ένιωθα ήταν ότι δεν ήμουν παραγωγικός, δεν συμμετείχα σε τίποτα. Οτι απλά κάθεσαι και περιμένεις.

Παράλληλα σας βλέπουμε και στον κινηματογράφο με την ταινία «Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ».

Είναι μια ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα όπου συμπρωταγωνιστώ με τον Μιχάλη Σαράντη. Εχει πάει σε αρκετά φεστιβάλ στο εξωτερικό και σε ορισμένα έχει διακριθεί, ενώ ξεκίνησε και την πορεία της στα ελληνικά, θερινά σινεμά και φαίνεται να πηγαίνει καλά.

Τι είναι αυτό το κάτι που φαίνεται να έλειπε τόσα χρόνια από τον ελληνικό κινηματογράφο και τώρα βρέθηκε με αποτέλεσμα να έχουν επιτυχία οι ελληνικές ταινίες;

Δεν νομίζω ότι έλειπε κάτι. Μπορεί ένα μεγάλο μέρος των ταινιών να είχαν μια πιο «φεστιβαλική» προσέγγιση γιατί η εγχώρια στήριξη από τους διανομείς και τους ίδιους τους θεατές δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να πει κάποιος ότι υπάρχει το κοινό για να στηρίξει μία μικρού μεγέθους παραγωγή. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει μια αρκετά ισχυρή δυναμική που στρέφεται ένα μέρος του κοινού στο να παρακολουθήσει ελληνικό κινηματογράφο και αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι. Ας ελπίσουμε αυτό να έχει διάρκεια.

Μπορούμε να κάνουμε πλάνα σε μια τέτοια εποχή;

Ο,τι πλάνα κάνουμε, υπάρχει κάτι που μας τα ανατρέπει την επόμενη στιγμή! Πάνω που πιστεύουμε ότι ξεμπερδέψαμε με τον κορονοϊό, έρχονται οι πυρκαγιές. Τελειώνουν αυτές και δεν ξέρω τι άλλη καταστροφή θα έρθει! Νομίζω ότι στον καιρό που ζούμε, το να προγραμματίζεις μακροπρόθεσμα, είναι πολύ μεγάλο ρίσκο!