Μαριλένα Παπαϊωάννου: «Κοιμάμαι και ξυπνώ με τους ήρωές μου σε βαθμό καταπιεστικό»

Στο νέο της μυθιστόρημα «Ενα πιάτο λιγότερο» (εκδ. Καστανιώτη), ξεκινώντας από τον θάνατο ενός ευσυνείδητου νεαρού εργάτη σε μια αρχαιολογική ανασκαφή στο Ημεροβλίγλι της Σαντορίνης, 14 Ιουλίου 1965, αφηγείται μια ιστορία για το πένθος. Με δυνατά της χαρτιά την εξαιρετική αποτύπωση του ιστορικού πλαισίου, της καθημερινότητας των ηρώων της και των λεπτών αποχρώσεων του ψυχισμού καθενός τους -και κυρίως καθεμιάς τους, αφού γυναίκες -και δη τέσσερις- είναι αυτές που, καταρρακωμένες από τον χαμό του νεαρού, επιχειρούν μια άλλου είδους ανασκαφή -αυτή στο παρελθόν. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου συστήνεται στην «ΠτΚ».


Πότε και με ποια αφορμή πρωτονιώσατε την ανάγκη να γράψετε;

Από έφηβη έγραφα· στιχάκια, μικρά πεζά, τέτοια. Δυσκολευόμουν να μιλήσω για πολλά πράγματα και βρήκα διέξοδο στη λογοτεχνία. Τότε, βέβαια, η ανάγκη μου για έκφραση ήταν κάτι πολύ προσωπικό, δεν μοιραζόμουν ποτέ τα γραπτά μου  -και ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι κάποτε θα έγραφα ολόκληρα βιβλία. Πολύ αργότερα, λίγο μετά τα τριάντα, όταν έστειλα την πρώτη μου ιστορία σε κάποιους εκδότες, συνειδητοποίησα ότι η ανάγκη μου αυτή είχε μετουσιωθεί: Εγραφα πλέον γιατί έτσι ήθελα να συνδέομαι με τους ανθρώπους, μέσα από τον γραπτό λόγο να επικοινωνώ μαζί τους.


Ποιος ο «σπόρος» από τον οποίο ξεπήδησε το «Ενα πιάτο λιγότερο»;

Το 2013 συνάντησα έναν φίλο ο οποίος μου διηγήθηκε κάτι που βρήκα αμέσως συναρπαστικό: Οτι έναν χρόνο νωρίτερα, στη Σαντορίνη, στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών, είχε ανακαλυφθεί μια αρχαία επιτύμβια στήλη που ‘χε χαραγμένες πάνω της τις μορφές δύο αγοριών, του Μελή και του Χαρικλή. Για κάποιον λόγο, η ιστορία αυτή με συγκίνησε βαθιά. Και λίγους μήνες αργότερα, αποφάσισα να τη μετατρέψω σε μυθιστόρημα.


Η ιστορία σας εκτυλίσσεται από τις 14 Ιουλίου 1965 έως τις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Γιατί η συγκεκριμένη περίοδος;

Η ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ ήταν μια ιστορία για το πένθος. Και μια βασική επιδίωξή μου ήταν να αναδείξω ότι το πένθος είναι ένα συναίσθημα τόσο ισοπεδωτικό, ώστε δεν αφήνει χώρο για τίποτε άλλο  -εν ολίγοις, ότι το πένθος μπορεί να σε παραλύσει κυριολεκτικά, να σε κάνει να αδρανήσεις ως κοινωνικό ον, να μην μπορείς να συμμετάσχεις σε μια ιστορική συγκυρία, ακόμα κι αν το θέλεις. Τα Ιουλιανά, λοιπόν, προσφέραν το ιδανικό σκηνικό υπόβαθρο για να αναδειχθεί η πτυχή αυτή: Τεράστια πολιτικοκοινωνική αναταραχή και καταιγιστική ροή εξελίξεων. Σκέφτηκα πως, μόνο σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσα να παρουσιάσω τους ήρωες του βιβλίου όπως τους είχα μέσα μου: Ως ανθρώπους που το πένθος τούς έχει τόσο συνθλίψει, ώστε αδυνατούν να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο.


Ο λόγος που επιλέγετε την Ιστορία ως φόντο στα βιβλία σας;

Στο Γυμνάσιο άρχισαν να δημιουργούνται μέσα μου πολλά ερωτήματα σχετικά με τις παθογένειες του ελληνικού κράτους, της ελληνικής κοινωνίας εν γένει. Εβλεπα φαινόμενα που αδυνατούσα να ερμηνεύσω. Κατέφυγα έτσι στα βιβλία ιστορίας (και στα ιστορικά μυθιστορήματα), ελπίζοντας ότι θα βρω απαντήσεις. Στην αρχή ίσως το έκανα λίγο για να μπορώ να συμμετέχω στις κουβέντες των «μεγάλων» που, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, ήταν συχνά ιστορικοπολιτικές. Στην πορεία, βέβαια, η μελέτη της Ιστορίας έγινε ένα στοιχείο της ταυτότητάς μου. Θέλω να πω, μία από τις ταυτότητές μου είναι η ελληνική· και γι’ αυτή συνεχίζω να ψάχνω απαντήσεις. Νομίζω, λοιπόν, ότι ασχολήθηκα τόσο πολύ με την Ιστορία, ώστε σχεδόν μοιραία εισχώρησε και στα δικά μου κείμενα.


Θίγετε την καθαρότητα και το χρέος έναντι της βρομιάς και της ιδιοτέλειας, το κόστος της απώλειας του παιδιού για μια μάνα, τη δύναμη της αγάπης, μέσω λεπτοδουλεμένων χαρακτήρων. Πώς ήταν η διαδικασία της γραφής;

Τη διαδικασία της γραφής την έχω μέσα στο κεφάλι μου χωρισμένη σε δύο περιόδους: Την περίοδο της συλλογής του υλικού και την περίοδο της επεξεργασίας του. Δεν είναι πάντα διακριτές οι δύο αυτές περίοδοι, καμιά φορά επικαλύπτονται χρονολογικά. Εχουν, όμως, κάτι ποιοτικά διαφορετικό: Στη διάρκεια της πρώτης, λειτουργώ ως σιωπηλός παρατηρητής. Ακούω, διαβάζω, βλέπω, δεν μιλώ πολύ. Κυκλοφορώ, ωστόσο, ανάμεσα σ’ εκείνους που με κάποιον τρόπο μού προσφέρουν το υλικό μου. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου, απομονώνομαι για να μπορέσω να γράψω συγκεντρωμένη. Μέχρι στιγμής, συνήθως απολαμβάνω την πρώτη περίοδο περισσότερο από τη δεύτερη, διότι η δεύτερη με επηρεάζει πολύ ψυχολογικά -κοιμάμαι και ξυπνώ με τους ήρωές μου σε βαθμό καταπιεστικό!  

Το «άγγιγμα» της Καρυστιάνη


Εκτός από ιστορία-αρχαιολογία, μπαίνετε και στα «χωράφια» του τρύγου. Τι απαίτησε η κινηματογραφική περιγραφή του;

Πολλή μελέτη. Και επιτόπια διερεύνηση. Επρεπε να δω με τα μάτια μου πού κινούνται οι ήρωές μου, πού δουλεύουν, τι θέα έχουν όταν ξυπνούν το πρωί. Η ενασχόληση των Σαντορινιών με την αμπελουργία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους, γι’ αυτό και υπάρχουν ευτυχώς πολλά σχετικά ιστορικά τεκμήρια. Τα έψαξα όλα αυτά, διάβασα, είδα ντοκιμαντέρ, μίλησα με ανθρώπους. Για τον τρύγο και πρωτίστως για την αρχαιολογία, δύο από τους κεντρικούς άξονες του βιβλίου, έψαχνα τουλάχιστον δύο χρόνια σχετικό υλικό· και μέχρι την τελευταία στιγμή, η αλήθεια είναι πως ακόμα μάθαινα νέα στοιχεία.


Θερμές οι κριτικές και γι’ αυτό σας το βιβλίο, με κάποιες να σας χαρακτηρίζουν ως συνέχεια της Ιωάννας Καρυστιάνη, την οποία περιλαμβάνετε, μεταξύ άλλων, στις Ευχαριστίες σας. Τι λέτε γι’ αυτό;    

Μεγάλη τιμή, αλλά και πολύ μεγάλη κουβέντα -ο χρόνος θα δείξει. Η κυρία Καρυστιάνη είναι μοναδική. Πράγματι, με έχει επηρεάσει βαθύτατα, εγώ όμως θέλω να είμαι η Μαριλένα. Προσπαθώ να βρω τη δική μου λογοτεχνική φωνή. Ο λόγος που πάντα θα την ευχαριστώ είναι ότι με το έργο της μου έδωσε έναν «φακό» για να κάνω τη δική μου αναζήτηση ως συγγραφέας. Φυσικά και άλλοι δημιουργοί με έχουν διδάξει μέσα από τα βιβλία τους, η Δούκα, ο Βαλτινός, ο Κοροβίνης, ο Σκαμπαρδώνης, ο Μακριδάκης, μεταξύ πολλών -απλώς η γραφή της Καρυστιάνη με αγγίζει ιδιαίτερα, με αφορά προσωπικά.


Σπουδάσατε Μοριακή Βιολογία και Γενετική, με μεταδιδακτορικό στη Νέα Υόρκη, ενώ εργαστήκατε ως ερευνήτρια στη Νέα Υόρκη. Πώς συνδυάζεται η συγκεκριμένη επιστήμη με τη συγγραφή;

Πρακτικά, δεν συνδυάζεται. Γι’ αυτό και πλέον δεν ασχολούμαι με την έρευνα. Επιμελούμαι, αντ’ αυτού, βιβλία βιολογίας. Πάντως, η ενασχόλησή μου με την επιστήμη μού έδωσε κάποια εφόδια που τώρα αποδεικνύονται χρήσιμα και στη συγγραφή. Μπορώ, φέρ’ ειπείν, να αφαιρώ ευκολότερα τις ασάφειες, τις φλυαρίες, από τα κείμενά μου. Δεν το καταφέρνω πάντα, ξέρω όμως πώς να το κάνω χάρη στην επιστήμη!


«Κανείς, ούτε καν μια ολόκληρη χώρα, δεν ξέρει τελικά, τι μπορεί και δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει -όλες οι μάχες δίνονται για να υπολογιστούν στην πορεία οι δυνάμεις του καθενός» διαπιστώνει μία εκ των ηρωίδων σας, η Κική. Η σημερινή μάχη με την πανδημία, πώς θα λειτουργήσει αύριο;

Γενικά δεν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, θέλω όμως να πιστεύω ότι, με αφορμή τη συγκυρία αυτή, θ’ αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο μας ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Οτι θα αντιληφθούμε πως δεν υπάρχουν έξωθεν, άνωθεν σωτήρες. Εμείς ρυθμίζουμε τις ζωές μας, διεκδικώντας, οριοθετώντας, παίρνοντας θέση όταν χρειάζεται.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο;

Ναι, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με κεντρικούς ήρωες έναν συνταξιούχο ηθοποιό και μια νεαρή γυναίκα που μόλις έχει αποφυλακιστεί. Εχει, όμως, πολλή δουλειά ακόμη!

Συνέντευξη στην ΚΡΙΣΤΥ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗ