Mother, Eλα, I Want to Kill You
Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…
Οι αστρονόμοι μας έχουν εξηγήσει πως τα άστρα που βλέπουμε τις νύχτες, έχουν σβήσει πολλά πολλά χρόνια πριν, αλλά ο θάνατός τους δεν μας έχει φτάσει ακόμα ως πληροφορία, με τη μορφή μιας σκοτεινής γωνιάς, στη θέση όπου αφήσαμε το άστρο πριν κλείσουνε τα μάτια μας.
Ο συνάδελφος μας θυμίζει με μέιλ ότι στις 3 Ιουλίου συμπληρώνονται 50 χρόνια από τότε που πέθανε ο Τζιμ Μόρισον. Επειδή ακούμε μουσική, νομίζει ότι ξέρουμε από δαύτην κιόλας. Αλλά για να μην προδώσουμε την άγνοιά μας, τον ευχαριστήσαμε και παριστάνουμε πως γράφουμε κομμάτι για τον Μόρισον, όπως ο Τσάπλιν, στην αγαπημένη μας σκηνή, όπου προσπαθεί να πει ένα τραγούδι ενώ το κοινό πιστεύει πως έχει έναν καλλιτέχνη μπροστά του, αλλά ο Τσάπλιν δεν είναι τίποτα από αυτό.
Στην εφηβεία μας- χωρίς ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά περιοδικά, χωρίς κλαμπ και ντι τζέι, αλλά μόνο με ψιλοενημερωμένα δισκάδικα- μας ερχόταν ο απόηχος της ροκ σκηνής με χρονοκαθυστέρηση. Όταν μας εκστασίαζε η εισαγωγή του Χάιγουει Σταρ, οι Ντιπ Περπλ είχαν διαλυθεί. Όταν η κιθάρα του Χάρισον έκλαιγε ευγενικά, είχαν διαλυθεί και οι Μπιτλς και όταν ο συμμαθητής μας έγραφε Ντορς στο λουρί της χακί του τσάντας, ο Μόρισον ήταν ήδη θαμμένος κάτω από την πλάκα όπου ο πατέρας του είχε παραγγείλει το μνημειώδες επίγραμμα ότι ο γιος του είχε ακολουθήσει τον δαίμονα εαυτόν, τη θεότητα της ψυχής του.
Την πρώτη γνωριμία μαζί του την είχαμε από ένα σινγκλάκι, που η μια του πλευρά είχε το Ρόουντχάουζ Μπλουζ. Είναι από τα τραγούδια που όταν τ’ ακούς θέλεις να αρχίσεις να τρέχεις. Η άλλη πλευρά είχε το Δε Καρς Χις Μπάι Μάι Γούιντοου. Τα αυτοκίνητα γλιστρούν έξω από το παράθυρό μου, όπως τα κύματα κάτω στην παραλία. Εχω αυτό το κορίτσι δίπλα μου, αλλά είναι out of reach. Δεν είναι απλά αδύνατο να την αγγίξεις. Βρίσκεται στην περιοχή επέκεινα του αγγίγματος. Ενώ είναι δίπλα σου, δεν θα αισθανθεί το άγγιγμά της. Γιατί; Δεν λέει τίποτα γι’ αυτό ο στίχος. Μάλλον λέει. Ο Μόρισον θα το κλείσει νιαουρίζοντας. Βγάζει έναν ήχο ανάμεσα σε τρυφερό κλάμα και παράπονο. Είναι μια νύχτα λήθαργου και ουσιών; Είναι ο μπλουζάτος ύμνος μιας γενιάς που έχει μια οργή για τον κόσμο που αρνείται να γίνει φιλικότερος, γιατί η επανάστασή της δεν είναι αρκετή, μια οργή που η ανάδρασή της ρημάζει τον ίδιο τον ψυχισμό της. Πριν το παρατεταμένο νιαούρισμα, έχει προηγηθεί ο θάνατος του ποιητή. Το παγωμένο κορίτσι θα τον έχει σκοτώσει μέσα σε δωμάτιο που δεν είναι σκοτεινό: Είναι σκοτεινιασμένο. Είχε φως, αλλά οι ακτίνες υποχώρησαν. Ουάουουάου, το νιαούρισμα.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 πέφτει στα χέρια μας ολόκληρος ο δίσκος, το LA Woman. Ο Μόρισον επίμονα νεκρός, στο μεταξύ. Μας αφήνει άναυδους η εισαγωγή κιόλας, τα πρώτα μέτρα από το Changeling, και η βραχνή ξεσηκωτική φωνή του Μόρισον. Και βέβαια το γλυκό σόλο του Κρίγκερ στο Λαβ Χερ Μάντλι, και φυσικά το πιάνο του Μανζάρεκ στο Ράιντερς Ον Δε Στορμ, και μετά αυτό και μετά εκείνο, και μετά σε ένα φοιτητόσπιτο θα ακούσουμε ότι οι άνθρωποι δείχνουν παράξενοι, όταν είσαι ένας άγνωστος, τα πρόσωπα φαντάζουν άσχημα, όταν είσαι μόνος, και σε τρελαίνει πως ένα τόσο σπαρακτικός στίχος μπορεί να συνδυαστεί με ένα τόσο γλυκό, χαρούμενο μοτίβο, πρόσκληση για χορούδι με τον εαυτό σου στον πεζόδρομο, αλλά δεν έχουμε μελετήσει την ιστορία του συγκροτήματος, για να γνωρίσουμε πόσα όφειλαν οι Ντορς στη μουσική παιδεία του Ρέι Μανζάρεκ. Όλα είναι Μόρισον. Η εξαλλοσύνη του, οι εμμονές του με θανάτους ψυδεχελικούς και φροϊδικών προδιαγραφών. Φορές φορές τον νιώθεις σαν ένα αρχαιόπρεπο μικρό θεό που θέλει να φονεύσει την Κλυταιμνήστρα λουσμένος από το αίμα του Αγαμέμνονα. Να τη φονεύσει οργισμένος και ερωτευμένος μαζί.
Αραγε τι σκαρώνουν στο σπίτι του Υάκινθου για να ταϊσουν τα λιοντάρια σήμερα; Χρειάζομαι έναν ολοκαίνουργιο φίλο που δεν με ενοχλεί. Χρειάζομαι κάποιον που δεν με χρειάζεται: Μας πήρε χρόνια για να αφουγκραστούμε πώς δένει ο ένας στίχος με τον άλλον- σε πολλά ποιήματα του Μόρισον κολλάνε διάφορες ωραίες ιδέες που συνελήφθησαν σε ετερόκλητες στιγμές- αλλά κάτι μας λέει πως ο δαίμων μέσα του εκλαμβάνει τον κόσμο σαν έναν βάναυσο σύστημα που εισπηδά στη συνείδησή μας σαν βιαστής και κτήτορας άγριος ή απλά απελπισμένος και αδύναμος, για να μας ελέγξει, να μας χειραγωγήσει, να μας εκμεταλλευθεί, να μας δεσμεύσει, να κρεμαστεί από εμάς: Ο Άλλος δεν είναι η Κόλαση, αλλά η αναίρεση της ελευθερίας σου. Αυτήν για την οποία μιλά το Τσέινζελινγκ. Ημουνα στην πάνω πόλη. Ημουνα στην Κάτω Πόλη. Παντού ήμουνα.
Ο Μόρισον ήταν ένας άνθρωπος φτιαγμένος για ελεύθερος. Δεν τον σκότωσε ακριβώς το μυαλό του, αλλά η εποχή του, το ταλέντο του και ο ναρκισσισμός του. Τόση ομορφιά δεν θα μπορούσε να μην τον υπονομεύσει, να τον κάνει να πιστέψει ότι ο κόσμος του ανήκε, τον ήθελε, και τον ήθελε Τώρα. Γουί γουάντ δεν γουόρλντ, έλεγε. Αλλά δεν μας εξήγησε ποιοι ήταν οι «εμείς». Ηταν αυταπάτη να μιλά για λογαριασμό των Ολων. Ή ήταν απλά μια αλαζονεία: Ο αρχηγός της μπάντας αυτοχριζόταν αρχηγός της γενιάς του. Είμαι ο αέρας που ανασαίνεις, η τροφή που τρως, οι φίλοι που συναντάς σε μια πόλη που ζουζουνίζει.
Ο Τσάπλιν καταφέρνει να πει τραγούδι μη γνωρίζοντας μουσική. Ο κόσμος δεν τον έχει πάρει είδηση, και γελάει με την παράστασή του. Ας αφήσουμε καλύτερα το σινγκλάκι να πει τη μουσική εκείνο γύρω από τον άξονα του γραμμοφώνου. Λετ ιτ ρολ, λετ ιτ ρολ, λετ ιτ ρολ. Ολ νάιτ λονγκ.
Πεθαίνουν τα αστέρια. Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Και το παγωμένο κορίτσι θα σε σκοτώσει. Με τον πάγο του.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News