Το μαύρο μπόουλινγκ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Η άσκηση άλλων δύο ποινικών διώξεων για τους θανάτους των άλλων δύο παιδιών του ζεύγους Δασκαλάκη – Πισπιρίγκου, υποδηλώνει ότι η έννομη τάξη πιστεύει πως έχει δέσει τις υποψίες της με ιατροδικαστικά ευρήματα ή έστω ότι τα ευρήματα αυτά παρέχουν ισχυρές ενδείξεις πάνω στις οποίες μπορεί να θεμελιωθούν δίωξη, κατηγορία και καταδίκη.

Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό ερώτημα: Ηταν τα ευρήματα που οδήγησαν στην άσκηση δίωξης κατά της μητέρας ή ήταν η πεποίθηση για συγκεκριμένη ποινική αλήθεια πίσω από
τους θανάτους που οδήγησε σε επίσης συγκεκριμένη ανάγνωση των ιατροδικαστικών ευρημάτων; Φυσιολογικά, το δικαστήριο θα έχει να βασανιστεί πάνω στο ερώτημα αν τα ευρήματα όχι μόνο τεκμηριώνουν φόνο αλλά μας οδηγούν χωρίς καμία αμφιβολία και
στον/στην ένοχο. Αλλά επειδή η ιατροδικαστική «διάλεκτος» στις στρυφνές υποθέσεις, αν όχι σε όλες- είναι μάλλον περίπλοκη και θέλει ικανή γνώση των ελληνικών και μια σημαντική εμπειρική κατάρτιση σε θέματα φυσιολογίας, ιατρικής, φυσικής, είναι αρκετά
πιθανόν οι λαϊκοί δικαστές, οι ένορκοι να πέσουν σε τοίχο.

Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε μια ενδιαφέρουσα από νομικής, διαλεκτικής και ηθικής πλευράς κατάσταση. Αν δεν προκύψει ενδιαμέσως μια ομολογία ή μια αποφασιστική μαρτυρία που θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα, πιθανότατα η δικαστική απόφαση να
προκύψει, όχι πλέον με βάση το πολυτραγουδισμένο «περί δικαίου αίσθημα», αλλά με γνώμονα την ισχυρή πεποίθηση για την αλήθεια. Η δουλειά της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή- εφόσον δεν έχει καταφέρει να κομίσει μια ατράνταχτη απόδειξη, και μέχρι τώρα
μάλλον δεν το έχει κάνει- θα είναι να καταστήσει την εκδοχή της τριπλής ανθρωποκτονίας ως εντελώς προφανή: Σε έπιασα πάνω στο μαχαιρωμένο θύμα που ψυχορραγούσε, με ματωμένα χέρια, και κανείς άλλος δεν ήταν εκεί. Τι άλλο μπορεί να έγινε εκτός από αυτό
που και οι πέτρες έχουν νομίσει; Θα έχουμε δηλαδή μια αναμέτρηση ανάμεσα στο- κατά την κατηγορούσα αρχή- ως προφανές από τη μια, και στο μη αποδείξιμο από την άλλη. Εδώ θα παίξει ρόλο ο βαθμός της ισχύος της πεποίθησης που θα έχουν σχηματίσει ο δικαστής και ο ένορκος, σε αντιδιαστολή με την ενδεχόμενη ανησυχία ότι καλούμαστε να προσυπογράψουμε με τις τύψεις μας και τις αμφιβολίες μας, μια εκδοχή την οποία η πολιτεία απέτυχε να τεκμηριώσει, σε εποχές όπου η τεχνολογία φωτογραφίζει τον
Παντοδύναμο ενώ παραγγέλλει να γεννηθεί το φως. Θα πάρουμε εμείς αυτό το κρίμα στον λαιμό μας;

Υπό τις περιστάσεις αυτές η επικείμενη τριπλή δίκη θα αποκτήσει κομβική επιστημονική σημασία, τόσο για τις νομικές σχολές και για τη νομολογία, όσο και την ιατροδικαστική έρευνα. Αλλά υπάρχουν και άλλα μεγάλα αδιευκρίνιστα ζητήματα. Ποιας μορφής
ψυχοπαθολογία είναι εκείνη που οδηγεί έναν άνθρωπο σε απλό, διπλό, τριπλό φόνο στο όνομα μιας ψυχικής φόρτισης; Είναι ένα τρομακτικό αίτημα για παρηγορητική προσοχή στα κοινωνικά δίκτυα; Μια αβυσσαλέα ανάγκη να πρωταγωνιστείς αυτοθυματοποιούμενος; Ένα απίστευτων διαστάσεων ερωτικό πάθος, που είναι καρπός μιας νοσηρής εγωπάθειας που δεν σηκώνει αρνήσεις και απορρίψεις; Είναι μια μηδειακών προδιαγραφών διάθεση εκδίκησης; Ή μήπως πρόκειται για μια άρρωστη ανάγκη για λύτρωση από δεσμεύσεις και ματαιώσεις που συνεπάγεται η γονεϊκή ευθύνη; Κι ακόμα: Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που λειτουργεί κοντόφθαλμα, χονδροειδώς και με νηπιακούς αυτοσχεδιασμούς να καμουφλάρει τόσο αποτελεσματικά ένα τριπλό έγκλημα, σε βαθμό που να απειληθεί με σκίσιμο πτυχίων το μισό ιατροδικαστικό δυναμικό της χώρας και να προκαλέσει τόσο
πειστική εθελοτύφλωση στο άμεσο περιβάλλον του; Είναι τόσο ακραία όλα αυτά, που οδηγούν πολύ κόσμο στον αντίποδα: Δεν μπορεί, με ξεπερνάει, κάτι άλλο θα έχει συμβεί.

Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα ακόμα.