«Το βαπόρι απ’ την Περσία»: Η ιστορία πίσω απ’ το τραγούδι! Δυο Πατρινοί μιλούν στην «Π»

Σαν σήμερα το 1977, η κατάσχεση 11 τόνων χασίς στον Ισθμό της Κορίνθου, δίνει το ερέθισμα στον Βασίλη Τσιτσάνη για να γράψει το «τελευταίο ρεμπέτικο»

 

βαπόρι

Ήταν 7 Ιανουαρίου 1977: Οι λιμενικές αρχές εντοπίζουν και κατάσχουν 11 τόνους χασίς επί του υπό Κυπριακή σημαία Μ/S «Γκλόρια», στον Ισθμό της Κορίνθου. Η υπόθεση αυτή γρήγορα γίνεται λαϊκό τραγούδι από τον Βασίλη Τσιτσάνη, με τίτλο «Το Βαπόρι απ’ την Περσία».

Τι προεκτάσεις, αναγωγές και συμβολισμούς, είχε όμως αυτό το τραγούδι; Δύο Πατρινοί, ο πολυγραφότατος συγγραφέας- μουσικός και λαογράφος Κώστας Παπασπήλιος και ο Σπύρος Δελέγκος, μουσικός-εθνομουσικολόγος-υπ. διδάκτορας Sibelius Academy του Πανεπιστημίου Τεχνών του Ελσίνκι (University of the Arts, Helsinki), καταγράφουν στην εφημερίδα «Πελοπόννησος», την ιστορία, πίσω από το τραγούδι…

Κώστας Παπασπήλιος: «Οι στίχοι πίσω από… αγγελτήριο γάμου!»

Οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες, αρκετές φορές εμπνέονταν από πραγματικά γεγονότα. Παρά την αυστηρή λογοκρισία, υπακούοντας στην ανάγκη της καρδιάς τους, τολμούσαν τις ρεαλιστικές εικόνες που τους εξιτάριζαν, να τις κάνουν σπουδαία τραγούδια.

Κορυφαία μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού ο Τσιτσάνης, τα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας του μετά το 1983, για να αποφύγει τη σκληρή λογοκρισία συνήθως έγραφε τραγούδια με θεματολογία εκτός Ελλάδος. Την πιο μεγάλη ώρα του όμως, την όφειλε σ’ ένα πραγματικό γεγονός, όταν όλα τα έσκιαζε η πείνα και ο τρόμος της γερμανικής κατοχής.

βαπόρι

Κώστας Παπασπήλιος

Βγαίνοντας από το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, Κυριακή Χριστουγέννων του 1943, είδε στην εξώπορτα ένα νεκρό παλληκάρι στο χιόνι. Αυτή η θλιβερή εικόνα τού ενέπνευσε το αριστούργημα «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Πολλά χρόνια αργότερα το 1977, η τελευταία του μεγάλη επιτυχία «Το βαπόρι από την Περσία», ήταν εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός. Τότε, Γενάρη μήνα, οι άνδρες του Λιμενικού συνέλαβαν ένα μότορσιπ που έπλεε κοντά στα Ισθμια, εκτελώντας τη διαδρομή Βηρυτό-Αμβέρσα. Μέσα στα αμπάρια του, ανακάλυψαν έντεκα τόνους χασίς. Καθώς αυτή η ποσότητα ήταν η μεγαλύτερη που είχε κατασχεθεί στα χρονικά της Ελλάδος, έκανε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο. Εκανε μεγάλη εντύπωση και στον Τσιτσάνη, που του θύμισε παλιές ρεμπέτικες εποχές, όταν το χασίς αποτελούσε ένα τελετουργικό μέρος της ρεμπέτικης διασκέδασης.

Μεγάλος μάστορας του τραγουδιού ο Τσιτσάνης, όλη αυτή την μεγάλη ιστορία του βαποριού, όπως αποκαλύφτηκε στη συνέχεια από τον Τύπο, την περιέκλεισε μέσα σε λίγους στίχους. Για τις ανάγκες βέβαια της ομοιοκαταληξίας, ο Τσιτσάνης αναφέρει ότι το βαπόρι ήρθε από την Περσία, αν και στην πραγματικότητα απέπλευσε από τον Λίβανο. Αλλά πώς αλλιώς, θα ταίριαζε στιχουργικά, η «Κορινθία», αν όχι από την «Περσία»;

Γράφοντας μάλιστα τη δεύτερη στροφή του τραγουδιού, πίσω από ένα… αγγελτήριο γάμου!

Βγαίνοντας ο δίσκος στην κυκλοφορία με ερμηνεία από τον συνθέτη και τη Λιζέτα Νικολάου, γνώρισε τεράστια επιτυχία. Κατά πολλούς θεωρήθηκε το τελευταίο «ρεμπέτικο», παρότι ο κύκλος του είδους είχε ολοκληρωθεί το 1955.

Κι ενώ θα νόμιζε κανείς πως με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το τραγούδι δεν θα είχε προβλήματα, παραδόξως λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Η απαγόρευση όμως θα κρατούσε για λίγο χρονικό διάστημα.

Σήμερα, ακούγοντας το «Βαπόρι από την Περσία» με την πρώτη ιστορική εγγραφή, ανατρέχουμε σε μια άλλη εποχή που είχε και ηθικούς φραγμούς και… μειδιάμε.

Σπύρος Θ. Δελέγκος: «Ενα ρεμπέτικο, στη μετα-ρεμπέτικη εποχή!»

Το ρεμπέτικο τραγούδι εκλαμβάνεται ως ένα μουσικό είδος που συνδηλώνει μια σειρά αστικών λαϊκών μουσικών ιδιωμάτων, συνδεδεμένων με την ελληνική οικουμένη γύρω και εντός του Μεσοπολέμου. Οι πολυπολιτισμικοί τόποι της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα τραγικά συμβάντα του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922), οι ΗΠΑ ως ο κατ’ εξοχήν μεταναστευτικός προορισμός της εποχής, αλλά και ο Πειραιάς με την Αθήνα ως τα κύρια αστικά κέντρα της Ελλάδας συνιστούν έναν διευρυμένο χώρο όπου λαμβάνουν χώρα όλες εκείνες οι μουσικο-πολιτισμικές ζυμώσεις, οι οποίες καθιέρωσαν σταδιακά το ρεμπέτικο ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής αστικής λαϊκής μουσικής.

βαπόρι

Σπύρος Θ. Δελέγκος

Τόσο σε επίπεδο καθημερινότητας όσο και στην ερευνητική σφαίρα, ο όρος «ρεμπέτικο» επιδέχεται διάφορες αναγνώσεις ως προς την εννοιολόγηση και την περιοδολόγησή του. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση και κατά κοινή ομολογία, η καρδιά αυτής της μουσικής φαίνεται να χτυπά εντός της όψιμης μεσοπολεμικής φάσης όταν καθιερώνεται το τρίχορδο μπουζούκι ως κύριο σολιστικό όργανο με αφετηρία τον Μάρκο Βαμβακάρη (1905-1972).

Οι μουσικοί εκπρόσωποι αυτού του στυλ παρουσιάζονται ταυτόχρονα ως συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές και οργανοπαίκτες (Δημήτρης Γκόγκος, Στέλιος Κηρομύτης, Γιάννης Παπαϊωάννου κ.ά.).

Εντός αυτών των συνθηκών, το 1936 πρωτοεμφανίζεται δισκογραφικά ο νεαρός τότε Τρικαλινός Βασίλης Τσιτσάνης (1915-1984) που με το έργο του έμελλε να καθορίσει τον ρουν της νεοελληνικής μουσικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Η καλλιτεχνική του πορεία, αποτυπωμένη τόσο δισκογραφικά όσο και στα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής, φθάνει στο απόγειό της κατά τη διάρκεια της λεγόμενης γραμμοφωνικής περιόδου, η οποία ολοκληρώνεται εντός του β΄ μισού της δεκαετίας του 1950. Ο τερματισμός των γραμμοφωνικών παραγωγών (με διάρκεια πάνω από μισό αιώνα) σε συνδυασμό με την εμφάνιση του τετράχορδου μπουζουκιού και της ηλεκτρικής ενίσχυσης στα μουσικά όργανα έρχονται να εκφράσουν, κατά πολλούς, το τέλος μιας αισθητικής που ήταν άμεσα συνυφασμένη με το ρεμπέτικο τραγούδι, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση της ιστορίας του, αλλά και των κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών από τις οποίες πήγαζε.

Από τις αρχές του 1960, το ρεμπέτικο πλέον εκφράζεται μέσα από τις αναβιώσεις του, ενώ ο απόηχος αυτού διαμορφώνει δυναμικά ένα νέο μουσικό περιβάλλον με δημιουργούς που είτε προέρχονται από το ίδιο το ρεμπέτικο (π.χ. Μανώλης Χιώτης, Γιώργος Ζαμπέτας) είτε είναι νέοι και πρωτοεμφανιζόμενοι (π.χ. Ακης Πάνου) είτε είναι ευρωπαϊκής κλασικής παιδείας και εμπνέονται γράφοντας λαϊκότροπες συνθέσεις (π.χ. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος). Τα πρώτα δείγματα αναβίωσης του ρεμπέτικου έρχονται στο φως μέσα από διασκευές που ο Τσιτσάνης επιμελείται ως καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia (π.χ. το 1960 «Τα δυο σου χέρια πήρανε» του Βαμβακάρη, πρώτη εκτέλεση το 1939), ενώ αργότερα διασκευάζονται και κυκλοφορούν σε δίσκους LP και δικές του γραμμοφωνικές επιτυχίες.

Βεβαίως, μετά το 1960, τη λεγόμενη μετα-ρεμπέτικη εποχή, ο Τσιτσάνης -πάντα με τρίχορδο μπουζούκι- γράφει τραγούδια διαφόρων στυλ σε μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στις κυρίαρχες τάσεις, που πλέον δεν καθορίζονται από αυτόν όπως παλαιότερα που πρωτοστατούσε. Μία από τις ευάριθμες επιτυχίες του για αυτήν την περίοδο ήταν και «Το Βαπόρι απ’ την Περσία», ηχογράφηση του 1977 σε δίσκο 45 στροφών (7YCG 6314 / 2J 006 70529/II) με τον ίδιο τον συνθέτη στο τραγούδι και το μπουζούκι, και τη Λιζέτα Νικολάου στη β΄ φωνή.

Ουκ ολίγες φορές, η λαϊκή μούσα καταγράφει με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο ηχηρά συμβάντα που γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες και απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη (π.χ. «Κακούργα πεθερά. Το τραγούδι του Αθανασόπουλου» το 1931, «Πλημμύρα» το 1934, «Σεισμός μεγάλος έγινε» το 1953). Μια τέτοια περίπτωση «μουσικού ρεπορτάζ» είναι και το τραγούδι «το Βαπόρι απ’ τη Περσία», με το οποίο ο Τσιτσάνης περιγράφει ένα πραγματικό περιστατικό παραβατικού χαρακτήρα σε σχέση με το χασίς -προσφιλές θέμα του ρεμπέτικου- που πρωταγωνίστησε στην επικαιρότητα του Ιανουαρίου του 1977.

Ο δημιουργός επίσης προσφέρει κάποιες πινελιές σκωπτικού χαρακτήρα μέσα από τους στίχους του: «Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια», προκειμένου να σχολιάσει περιπαικτικά την τεράστια ποσότητα ινδικής κάνναβης που βρέθηκε και κατασχέθηκε από τα αμπάρια του πλοίου: «…τόνοι έντεκα γεμάτο με χασίσι μυρωδάτο».
Το τραγούδι είναι καμηλιέρικος ζεϊμπέκικος και μελωδικά κινείται στον δρόμο Ουσάκ (Κιουρντί, με όρους μακάμ), ενώ η αρμονική ανάπτυξη ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής, όντας αρκετά πιο πυκνή απ’ ότι αν γραφόταν προ του 1960.

Το τραγούδι είναι ιδιαίτερα αγαπητό και δημοφιλές στις μέρες μας και βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά που παραγγέλνονται και χορεύονται συχνά από τους θαμώνες στα σχετικά μουσικά στέκια. Από πλευράς μουσικών εκτελεστών, αυτό εγγράφεται στο τρέχον ρεπερτόριο ενός ρεμπέτικου προγράμματος και είναι πραγματικά απίθανο να μην γνωρίζουν την εκτέλεσή του. Θα έλεγε κανείς ότι τα συναισθήματα κατά την επιτέλεση αυτού είναι ποικίλα, καθώς πάντα αυτά καθορίζονται από την επικοινωνία και τη διαλογική σχέση μεταξύ μουσικών και κοινού. Ωστόσο, η πλειοψηφία των περιστάσεων συντριπτικά έχει δείξει ότι σαφώς «Το Βαπόρι απ’ την Περσία» δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς ή κορύφωσης σε ένα γλέντι είτε σε νυχτερινούς μουσικούς χώρους είτε σε μια ιδιωτική σύναξη!