Βρεγμένη σανίδα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Αλλοι έκαναν διαδικτυακή καζούρα με το θέμα, άλλοι το έφεραν βαρέως: Γιατί η Ρόουζ δεν κάνει χώρο στον Τζακ στη σανίδα ώστε να σωθεί και εκείνος μετά το ναυάγιο του Τιτανικού και άφησε να τον φάει η υποθερμία; Μιλάμε για τις τελευταίες σκηνές της ταινίας του Κάμερον, όπου το ειδύλλιο που πλέχτηκε στη διάρκεια του μοιραίου ταξιδιού κλείνει με μια πράξη υπέρτατης αυτοθυσίας. Ο νέος αφήνει τη νέα να επιβιώσει και ο ίδιος παραδίδεται στο αναπόδραστο. Ρε συ Ρόουζ! Κάνε του χώρο στη σανίδα μωρή! Φωνάζει ο έξαλλος σινεφίλ. Η φωνή του φτάνει στο αυτί του σκηνοθέτη. Λες να τα κάναμε μούσκεμα; Διερωτάται. Και στοιχειωμένος από την τύψη, δύο δεκαετίες μετά ή κάπου τόσο, προσλαμβάνει δύο κασκαντέρ και τους βάζει σε μια παγωμένη πισίνα, εξετάζοντας εάν και πώς θα μπορούσαν να στριμωχτούν στη σανίδια, διασωζόμενοι και οι δύο. Έπειτα από προσπάθειες πολλές βρίσκουν μια λύση κατά την οποία το πόδι τους μουσκεύεται, αλλά το κυρίως σώμα είναι εκτός, άρα μπορούν να μείνουν ζωντανοί μέχρι να έρθει η διασωστική δύναμη, να τους περισυλλέξει, να στεγνώσουν, να δώσουν στη σχέση συνέχεια, και να ζήσουν τη φθορά της όπως ο άλλος κόσμος.

Και ενώ ο Κάμερον έκανε τα πειράματα αυτά, χτυπάει διπλός σεισμός την Τουρκία και τη Συρία, και τα σπίτια σκίζονται, τα διαμερίσματα χάνονται στα τάρταρα, καναπέδες, κρεβάτια, κολώνες, τσιμέντα, ντουλάπες ψυγεία, κατοικίδια, σώματα νεκρά και σώματα τραυματισμένα, οιμωγές, βογγητά, σκόνες, ηλεκτρικές συσκευές, όλα μαζί σε ένα βουνό πέτρα, σάρκα και υπόλοιπα νοικοκυριού. Είδε κανείς τη Ρόουζ; Είδε κανείς τον Τζακ; Ποια Ρόουζ και ποιος Τζακ; Οι άνθρωποι χάνουν το όνομά τους και τη σημασία τους σε μια κόλαση ερειπίων, με χιλιάδες εγκλωβισμένους νεκροζώντανους, και δεκάδες άλλες χιλιάδες χωρίς στέγη και ρούχα στα παγωμένα σαγόνια του καρχαρία που εμείς εδώ τον είπαμε
Μπάρμπαρα.

Από τον καιρό που ο Τιτανικός βούλιαξε μέχρι τη φοβερή ώρα που ο σεισμός άρπαξε την Ατλαντίδα από τον αστράγαλο στα σύνορα Τουρκίας και Συρίας, μιλιούνια ανθρωπάκια αφανίστηκαν από ευλογιά και δυστυχήματα, από καρκίνους και φονικά αέρια, στο Στάλινγκραντ και τη Χιροσίμα, από κορονοϊούς και πυρκαγιές, και φυσικά από τα αδηφάγα και αδυσώπητα γεράματα. Τουλάχιστον, ακούγεται η φωνή από την αίθουσα της προβολής, εκείνη η Ρόουζ ας έκανε λίγο τόπο στη σανίδα για τον Τζακ, να βιώσουμε την ευτυχία για τη διάσωση του ιδεατού εαυτού μας, διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκεί, στο πανί του σινεμά, κινείται, ανασαίνει, ερωτεύεται, επινοεί και δέρνει η προέκταση της υπόστασής μας, η σελιλόιντ εκδοχή του σαρκίου και του πνεύματός μας.

Αλλά ο άτεγκτος Κάμερον δε συγκινείται. Κατειλημμένος από την ιδέα- ή αυτή θέλει να μας σερβίρει- ότι ο ήρωάς του έχει αυτονομηθεί και αυτενεργεί, υποστηρίζει ότι ο Τζακ ως ήρωας ήταν φτιαγμένος για τη θυσία, συνεπώς το λάθος δεν ήταν της Ρόουζ που δεν τον ανέβασε στη σανίδα, αλλά δικό του: Επρεπε να είχε μεριμνήσει ώστε η σανίδα να είναι μικρότερη, για να μην επιτρέψει αυτή τη συζήτηση, αλλά να καταστήσει τον πνιγμό αναπόφευκτο και να κόψει τον βήχα στην ελπίδα.

Καλά τόσα εκατομμύρια νεκροί, αλλά και ο Τζακ; Ναι. Πάει και ο Τζακ. Ποτέ δεν είχαμε ελπίδα. Αδικη είναι η ζωή. Δικαιοσύνη παντού, λέει ο άλλος. Αφού δεν μας χωράει η σανίδα.