ΕΕ: Προτείνει οδηγία για την προστασία δημοσιογράφων και υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα «SLAPPs»

Πρόκειται για στρατηγικές αγωγές και δικαστικές διαδικασίες που έχουν στόχο να ασκήσουν πιέσεις σε όσους κάνουν αποκαλύψεις για σημαντικά θέματα που αφορούν τη κοινωνία – Σχεδόν 440 φυσικές και νομικές επιθέσεις καταγράφηκαν το 2021

ΕΕ

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα μια οδηγία για την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από καταχρηστικές αγωγές και δικαστικές διαδικασίες (SLAPPs).

Οι «στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής», κοινώς γνωστές ως «SLAPPs» (Strategic lawsuit against public participation), είναι μια ιδιαίτερη μορφή παρενόχλησης που χρησιμοποιείται κυρίως εναντίον δημοσιογράφων και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να αποτρέψουν ή να τιμωρήσουν αποκαλύψεις σχετικά με θέματα δημοσίου συμφέροντος.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το 2021 καταγράφηκαν 439 φυσικές και νομικές επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων και εργαζομένων σε ΜΜΕ, σε 24 κράτη μέλη της ΕΕ. Ένα τραγικό παράδειγμα της χρήσης των στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού είναι η δημοσιογράφος Δάφνη Καρουάνα Γκαλίτσια, κατά της οποίας είχαν κατατεθεί περισσότερες από 40 αγωγές τη χρονιά που δολοφονήθηκε, το 2017. «Στόχος των στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού δεν είναι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά η παρενόχληση, ο εκφοβισμός και η φίμωση των εναγομένων μέσω της διάρκειας των διαδικασιών, της άσκησης οικονομικής πίεσης και της απειλής ποινικών κυρώσεων», τονίζει η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι στόχο δεν αποτελούν μόνο δημοσιογράφοι , αλλά και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως όσοι ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.

Συγκεκριμένα, η οδηγία που προτείνει η Επιτροπή καλύπτει τις στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα. Επιτρέπει στους δικαστές να απορρίπτουν ταχέως τις προδήλως αβάσιμες αγωγές κατά δημοσιογράφων και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θεσπίζει επίσης διάφορες δικονομικές εγγυήσεις και μέσα έννομης προστασίας, όπως αποζημίωση και αποτρεπτικές κυρώσεις για την άσκηση καταχρηστικών αγωγών.

Η Επιτροπή εκδίδει επίσης συμπληρωματική σύσταση για να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ευθυγραμμίσουν τους κανόνες τους με την προτεινόμενη νομοθεσία της ΕΕ και ως προς τις εγχώριες υποθέσεις, καθώς και σε όλες τις διαδικασίες, όχι μόνο στις αστικές υποθέσεις. Η σύσταση καλεί επίσης τα κράτη μέλη να λάβουν σειρά άλλων μέτρων, όπως η κατάρτιση και η ευαισθητοποίηση με σκοπό την καταπολέμηση των στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού.

Η Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδια για θέματα Διαφάνειας, Βέρα Γιούροβα δήλωσε: «Υποσχεθήκαμε να υπερασπιστούμε καλύτερα τους δημοσιογράφους και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενάντια σε αυτούς που προσπαθούν να τους φιμώσουν. Αυτό κάνει ο νέος νόμος. Σε μια δημοκρατία, ο πλούτος και η εξουσία δεν μπορούν να προσφέρουν σε κανέναν πλεονέκτημα έναντι της αλήθειας. Με αυτά τα μέτρα βοηθάμε στην προστασία αυτών που αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να μιλήσουν, όταν διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον – όταν αναφέρουν, για παράδειγμα, καταγγελίες για ξέπλυμα χρήματος και διαφθορά, περιβαλλοντικά και κλιματικά θέματα ή άλλα θέματα που είναι σημαντικά για όλους μας”.

Από την πλευρά του, ο Επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς δήλωσε: «Η ενεργή άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και ενημέρωσης είναι το κλειδί για μια υγιή και ευημερούσα δημοκρατία. Η ΕΕ θα προστατεύει πάντα αυτό το δικαίωμα. Σήμερα, κάνουμε σημαντικά βήματα για την προστασία των δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών που απειλούνται όλο και περισσότερο από τα SLAPPs, με τα οποία καθυστερείται ή εμποδίζεται η δημοσίευση δηλώσεων δημοσίου συμφέροντος. Τώρα παρέχουμε τα μέσα για να διατηρήσουμε υπό έλεγχο αυτή την καταχρηστική πρακτική».

Η προτεινόμενη οδηγία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προτού καταστεί νομοθεσία της ΕΕ. Η σύσταση της Επιτροπής έχει άμεση εφαρμογή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλουν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή στην Επιτροπή 18 μήνες μετά την έκδοση της σύστασης.