Γρηγόρης Αζαριάδης: «Με τρομάζει η πολιτική τρομοκρατία»

«Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους» (εκδ. Bell) ο Γρηγόρης Αζαριάδης μιλά στην «Π» για το θέμα του βιβλίου του, τη γοητεία που του ασκεί ο εμφύλιος, την αυτοδικία, μοιράζεται τους φόβους του για τον σημερινό κόσμο αλλά και μια φανταστική σκηνή με τους αγαπημένους του συγγραφείς.

Γρηγόρης Αζαριάδης: «Με τρομάζει η πολιτική τρομοκρατία»

Αρχικά, από την εφηβεία του και μετά, βούτηξε στα νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αργότερα, της δόθηκε ως συγγραφέας, καθώς με την πένα του έχει τη δυνατότητα να σχολιάζει και να κρίνει τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα μέσω της εκάστοτε αστυνομικής υπόθεσης που υφαίνει. Με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους» (εκδ. Bell) ο Γρηγόρης Αζαριάδης μιλά στην «Π» για το θέμα του βιβλίου του, τη γοητεία που του ασκεί ο εμφύλιος, την αυτοδικία, μοιράζεται τους φόβους του για τον σημερινό κόσμο αλλά και μια φανταστική σκηνή με τους αγαπημένους του συγγραφείς.

-Εβδομο βιβλίο σας το «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους». Γιατί επιλέξατε την αστυνομική λογοτεχνία, κύριε Αζαριάδη; Απιστία σκεφτήκατε ποτέ να της κάνετε;
Στο πρώιμο στάδιο, η επιλογή της αστυνομικής λογοτεχνίας έχει σαν βάση τα αναγνώσματα από την εφηβεία και μετά, όπου η μεγάλη πλειοψηφία ήταν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Πιο συγκεκριμένα να πούμε αυτά του Ραίημοντ Τσάντλερ. Αρκετά χρόνια αργότερα, προστέθηκε και ένας δεύτερος λόγος. Η ευκαιρία που δίνεται στον συγγραφέα με αφορμή την αστυνομική πλοκή να ενσωματώσει το σχόλιο, την παρατήρηση και την κριτική πάνω στα σημαντικά σύγχρονα κοινωνικά θέματα. Οσο για την απιστία, ομολογώ ότι είναι πάντα στο μυαλό μου!

-Ολα ξεκινούν το ’50, με μια 5μελή ομάδα ηττημένων του εμφυλίου να ληστεύουν –με τον αρχηγό τους, ωστόσο, να σκοτώνεται- έναν δωσίλογο. Σκοπός τους, να μοιράσουν τα χρήματα σε οικογένειες –δικών τους και μη- του χωριού Σκοτεινό. Τι σας οδήγησε στην επιλογή της τραυματικής αυτής εποχής ως χρονικό πλαίσιο της ιστορίας σας;
Στο μυαλό μου στροβιλίζονται σαν φιγούρες αργεντίνικου τάνγκο κάποιες ιστορίες από το παρελθόν που έχω ακούσει με τα αφτιά μου. Βράδυ, σε καφενεία-ταβέρνες του χωριού, με τσιγάρα και αλκοόλ κάθε είδους. Μια τέτοια ιστορία αποτέλεσε και την έμπνευση για το «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους». Τώρα αν η ιστορία έρχεται από την εποχή αυτή του τέλους του εμφυλίου, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η συγκεκριμένη εποχή εξασκεί ακόμα μια μυστηριακή γοητεία για τη γενιά μου. Και ειδικά η πλευρά των ηττημένων, που όπως λέω, έχουν να αφηγηθούν πολλές ιστορίες για την ήττα και τη ματαίωση των ονείρων τους για μια κοινωνία με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.

-Η τότε ληστεία συνδέεται με την, 36 χρόνια μετά, απόπειρα βιασμού της νεαρής Μελίνας Γρηγορίου από τον διευθυντή της εταιρείας όπου εργάζεται. Ο ένας εκ των δύο συνδετικών τους κρίκων είναι η ατιμωρησία των ενόχων -βάση του μυθιστορήματός σας. Θα μας πείτε γι’ αυτή την πληγή που αποφασίσατε να ξύσετε;
Σωστά. Ο συνδετικός κρίκος είναι η ατιμωρησία των ενόχων και αυτό αποτελεί το κυριότερο μήνυμα του μυθιστορήματος. Είναι διάχυτη η άποψη σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας ότι οι ένοχοι οποιουδήποτε εγκλήματος μένουν ατιμώρητοι ή στη χειρότερη περίπτωση οι ποινές που επιβάλλονται είναι πολύ μικρότερες από αυτές που έπρεπε να είναι. Σαν αποτέλεσμα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στον τρόπο που λειτουργεί η δικαιοσύνη.

-Δεδομένου αυτού, πώς στέκεστε απέναντι στην αυτοδικία;
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην απονομή δικαιοσύνης στη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί τη βάση του προβληματισμού πολλών ατόμων ως προς την αυτοδικία. Αν κάποιος θεωρεί ότι ο ένοχος μιας δολοφονίας δεν θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορούμενου ή θα καταφέρει με πλάγια μέσα (λέγε με διαφθορά και διαπλοκή) να τιμωρηθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό από αυτό που θα έπρεπε, τότε σχεδόν αυθόρμητα σχηματίζεται στο μυαλό του η πιθανότητα της αυτοδικίας.

-Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση ενόσω στήνατε την ιστορία σας;
Η μεγαλύτερη πρόκληση στο «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους» ήταν η επιλογή του χρόνου, που εκτυλίσσεται η πλοκή του μυθιστορήματος. Τόσο το 1950, η εποχή της αρχικής ληστείας, όσο και το 1986, το «παρόν» της ιστορίας. Η επιλογή έγινε έτσι ώστε να μην υπάρχουν τεχνολογικά εργαλεία στη διάθεση της αστυνομικής έρευνας. Ούτε καν κινητά υπήρχαν. Αυτό από μόνο του ήταν δύσκολο. Αν προσθέσεις και την πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας, όπου διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της πλοκής, έγινε ακόμα δυσκολότερο.

-Δηλώνετε θαυμαστής του κλασικού νουάρ, του γαλλικού νέο-πολάρ και του κοινωνικοαστυνομικού μυθιστορήματος. Το νέο σας βιβλίο ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Τι σας γοητεύει σε αυτή;
Ο διαχωρισμός των υπο-ειδών της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι θεωρητικός και γι’ αυτό τον λόγο πάντα δύσκολος. Το «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους» έχει στοιχεία από hard boiled, noir, μπορείς να πεις μέχρι και γουέστερν και σίγουρα κοινωνικοαστυνομικού μυθιστορήματος, που προσωπικά λατρεύω. Και ο λόγος είναι ότι όπως προαναφέρθηκε, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα με αφορμή την αστυνομική πλοκή να σχολιάσει και να πάρει θέση στα θέματα της κοινωνίας. Σύγχρονα, αλλά και αυτά που ανήκουν στο παρελθόν της χώρας.

-Ο έμπειρος, ικανός και παθιασμένος με τη δουλειά του αστυνόμος Πραπέτης ήρθε για να μείνει, αλήθεια;
Είπα να αφήσω λίγο στην άκρη την μόνιμη ηρωίδα μου, την χειραφετημένη αστυνόμο Τρύπη. Να κάνει ένα διάλειμμα, που χρειαζόμασταν κι εκείνη κι εγώ! Η υποδοχή όμως των αναγνωστών και τα σχόλια για τον σκοτεινό, βασανισμένο τύπο, τον αστυνόμο Πραπέτη με βάζει σε σκέψεις. Δεν ξέρω τι θα κάνω τελικά. Θα το σκεφτώ όμως αρκετά.

-Καλείτε, υποθετικά μιλώντας, τους αγαπημένους σας Τσάντλερ, Μανσέτ, Σγιεβάλ-Βαλέε σε μια συνάντηση. Ποιον χώρο θα επιλέγατε και τι θα τους ρωτούσατε;
Μπαρ που ξενυχτάει. Αλκοόλ και τσιγάρα. Μουσική μεταξύ τζαζ και ροκ. Αφετηρία κουβέντας η σχέση της αστυνομικής λογοτεχνίας με τα θέματα της κοινωνίας. Διαφθορά και διαπλοκή. Ποιοι είναι τελικά οι «νόμιμοι» και ποιοι «οι παράνομοι». Συνέχεια, το θέμα της αυτοδικίας, εδώ όπου θα μπορούσαμε να καλέσουμε γκεστ σταρ τον Κλιντ Ιστγουντ και τον Σαμ Πέκινπα! Μετά, όπου μας οδηγήσει η κουβέντα…

-Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Ποια η γνώμη σας ως κριτικού;
Εχω γίνει κουραστικός, επιμένοντας ότι η σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον μέσο όρο της αντίστοιχης ξένης και δη της ευρωπαϊκής. Προκαλώ τους αναγνώστες να πάρουν ένα βιβλίο από τους πολλούς καλούς Ελληνες συγγραφείς, να κρύψουν το όνομα με μια ταινία, να το διαβάσουν και να αναλογιστούν αν αυτό τελικά το έγραψε Ελληνας ή ξένος συγγραφέας. Εχουμε, πλέον, μια πολύ ελπιδοφόρα γενιά αστυνομικών συγγραφέων και με τη συνδρομή της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) αισιοδοξώ ότι όλο και περισσότεροι θα δουν τα βιβλία τους να κάνουν διεθνή καριέρα.

-Είστε εξοικειωμένος με τα ερέβη ως συγγραφέας. Ως πολίτης αυτού του κόσμου, ποια σκοτάδια σας τρομάζουν περισσότερο;
Τα σκοτάδια της πολιτικής τρομοκρατίας και τα σκοτάδια της τεχνητής νοημοσύνης. Τα πρώτα επειδή μέσα τους κρύβονται τέρατα που αποφασίζουν στο λεπτό(!) για τη μοίρα χωρών και λαών. Τα δεύτερα επειδή ακόμα δεν ξέρουμε τι τέρατα μπορούν να κρύβουν μέσα τους και μπορεί εύκολα να στοχεύουν στον έλεγχο του ανθρώπινου νου.