Κοραή 4: Έξι μέτρα κάτω από τη γη, η μνήμη της Κατοχής παραμένει ζωντανή

Το αντιαεροπορικό καταφύγιο που έγινε κρατητήριο της Κομαντατούρ και σήμερα “μιλά” μέσα από τα σημάδια, τα ονόματα και τις λέξεις των κρατουμένων που άφησαν το αποτύπωμά τους στους τοίχους.

Κοραή 4: Έξι μέτρα κάτω από τη γη, η μνήμη της Κατοχής παραμένει ζωντανή

Στην καρδιά της Αθήνας, στην πολυσύχναστη Κοραή, μια λιτή πόρτα οδηγεί έξι μέτρα κάτω από τη γη, σε έναν χώρο που συγκλονίζει. Εκεί όπου το αντιαεροπορικό καταφύγιο της Εθνικής Ασφαλιστικής μετατράπηκε στα χρόνια της Κατοχής σε κρατητήριο της Κομαντατούρ, η ιστορία έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της. Τα χαραγμένα ονόματα, οι ημερομηνίες και τα μηνύματα των κρατουμένων μαρτυρούν τη φρίκη, αλλά και την ακατάβλητη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.

Σε μια από τις πιο πολυσύχναστες πλατείες της Αθήνας, πίσω από μια διακριτική πόρτα, βρίσκεται ο Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941–1944, Κοραή 4. Όσοι αποφασίζουν να κατέβουν την επιβλητική σκάλα, απομακρύνονται από τον θόρυβο της πόλης και εισέρχονται σε ένα υπόγειο που κουβαλά όλη τη φρίκη, την αγωνία και την αξιοπρέπεια μιας εποχής.

Το υπόγειο αυτό, που αρχικά σχεδιάστηκε ως αντιαεροπορικό καταφύγιο στο εμβληματικό κτίριο της Εθνικής Ασφαλιστικής, κατασκευάστηκε για να προστατεύει ανθρώπινες ζωές. Με την Κατοχή όμως, έγινε χώρος κράτησης και βασανιστηρίων της Κομαντατούρ, ένας τόπος όπου χιλιάδες άνθρωποι —Έλληνες, αντιφρονούντες, Ιταλοί, ακόμη και Γερμανοί— γνώρισαν την απόγνωση.

Στους τοίχους σώζονται ακόμη ακιδογραφήματα, μικρά τεκμήρια ζωής και αξιοπρέπειας:

«24 ώρες χωρίς φαΐ και νερό. Μόνο μυρίζοντας το γιασεμί. Δημήτρης Μωραΐτης»,

«Μαυρίκιος Ν. Μαλεύρης, τελειόφοιτος Ιατρικής, κρατούμαι ως όμηρος. Μαρτύρια Ιεράς Εξετάσεως»,

«Αδελφοί Χάλαροι, έντιμοι πολίται. Εκρατήθησαν αδίκως από ρουφανιά».

Μικρές χαρακιές που γίνονται φωνές μέσα στο σκοτάδι, υπενθυμίζοντας πως ακόμη και στην απόγνωση, ο άνθρωπος αναζητά να αφήσει πίσω του ίχνος ύπαρξης.

Από το 2008, τον χώρο επιμελείται ο Κωνσταντίνος Χατζηεργάτης, που περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως από την 1η Οκτωβρίου έως το τέλος της σχολικής χρονιάς, σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα επισκέπτονται καθημερινά το υπόγειο. «Μαθητές όλων των ηλικιών, ακόμη και φοιτητές από το εξωτερικό, έρχονται να γνωρίσουν αυτό το κομμάτι της ιστορίας», λέει.
Οι αντιδράσεις, όπως περιγράφει, είναι πάντα έντονες: «Η αντίδρασή τους καθρεφτίζεται στα μάτια τους. Μερικά παιδιά ρωτούν αν εδώ γίνονταν δολοφονίες. Φροντίζουμε πάντα να απαντούμε με τρόπο που να σέβεται την ηλικία και την ψυχή τους».

Πολλοί επισκέπτες φεύγουν συγκλονισμένοι, με δάκρυα στα μάτια, ειδικά όσοι ανακαλύπτουν ότι συγγενείς τους είχαν κρατηθεί εδώ. Δεν είναι λίγοι και οι ξένοι τουρίστες που συμπεριλαμβάνουν τον χώρο στο πρόγραμμά τους, αναζητώντας τα “κομμάτια” της ελληνικής ιστορίας που δεν βρίσκονται στα μνημεία, αλλά στις σκιές τους.

Η ιστορία του κτιρίου ξεκινά το 1894, όταν στο σημείο υπήρχε η οικία Rossels. Το 1934, η Εθνική Ασφαλιστική αγόρασε το οικόπεδο και ανέθεσε στους αρχιτέκτονες Εμμανουήλ Κριεζή και Αναστάσιο Μεταξά την ανέγερση ενός πολυτελούς μεγάρου, που ολοκληρώθηκε το 1938. Με την είσοδο των ναζί στην Αθήνα, τα υπόγεια καταφύγια επιτάχθηκαν και μετατράπηκαν σε κολαστήριο της Κομαντατούρ.

Μετά την Απελευθέρωση και έως τα Δεκεμβριανά, το κτίριο φιλοξένησε τα γραφεία του ΕΑΜ, ενώ το 1991 ο χώρος αποκαταστάθηκε και μετατράπηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού σε Χώρο Ιστορικής Μνήμης 1941–1944, με πρωτοβουλία της Εθνικής Ασφαλιστικής. Τα εγκαίνια έγιναν από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, σε μια τελετή αφιερωμένη στους αγωνιστές της Αντίστασης.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης βρέθηκαν προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων —κούπες, ξυραφάκια, σημειώματα, ακόμη και ένα μοναδικό σωζόμενο γράμμα— όλα σήμερα εκτεθειμένα σε προθήκες, μαζί με τη ναζιστική σημαία που κάποτε κυμάτιζε στο κτίριο και μια πόρτα από κρατητήριο της Γκεστάπο.

Έως το 2023, ο χώρος λειτουργούσε υπό την ευθύνη της Εθνικής Ασφαλιστικής και την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Πλέον έχει παραδοθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού και τον Δήμο Αθηναίων, που έχουν από κοινού την ευθύνη της λειτουργίας και της διατήρησής του, ώστε η μνήμη αυτού του τόπου να συνεχίσει να μιλά στις επόμενες γενιές.