Κυριάκος Ανδρούτσος: Μία σπάνια «εξομολόγηση» με πολλές αναμνήσεις – Ο παλαίμαχος της Παναχαϊκής μιλά στην «Π»

Ο Παλαίμαχος άσος της Παναχαϊκής Κυριάκος Ανδρούτσος άνοιξε το «μπαούλο» των αναμνήσεων και μίλησε στην εφημερίδα «Πελοπόννησο»

Ανδρούτσος

Πόσα και πόσα δεν έχουν γραφεί για την μεγάλη ομάδα της Παναχαϊκής τη δεκαετία του ’70, που (θα) μνημονεύεται στον αιώνα τον άπαντα. Ωστόσο, τώρα που έχει περάσει μισός αιώνας από τότε, οφείλουμε να καταγράψουμε την αδικία που εμπεριέχει ένας ”διαχωρισμός” που έκαναν όλα τα προηγούμενα χρόνια οι αθλητικοί συντάκτες. Σχεδόν μονοπωλούν οι αναφορές τους και υμνούν την θρυλική πεντάδα της. Τους Δαβουρλή, Λεβεντάκο, Ρήγα, Μιχαλόπουλο και Στραβοπόδη.

Λες και η Παναχαϊκή εκείνα τα χρόνια αγωνιζόταν σε γήπεδα… 5×5. Αυταπόδεικτο το ”ατόπημα”, αν αναλογισθεί κανείς ότι πλαισιώνονταν οι ”5” κι από άλλους παικταράδες, που οι αθλητικογράφοι της εποχής -περιέργως πως- τους τοποθέτησαν στη σκιά της πεντάδας. Ενδεικτική η υπόμνησή μας: Τζανετουλάκος, Τούντας, Σίδερης, Καλφίν, Καραμπινάς, Πλέσσας, Σπεντζόπουλος.

Και ο Κυριάκος Ανδρούτσος, φυσικά, σε μια από τις σπάνιες φορές, που τον ”εκθέτουμε” σήμερα στο φως της δημοσιότητας.

Ωραίος τύπος ο άλλοτε δεξιός οπισθοφύλακας της Παναχαϊκής. Λιγομίλητος μεν, αλλά ”κοφτερό σπαθί” τα μετρημένα λόγια του. Θα το διαπιστώσετε παρακάτω. Πολύ νωρίς, σαν παιδί, συνειδητοποίησε ότι ήταν προορισμένος για το δεξί άκρο της άμυνας της Παναχαϊκής. Πρόθυμα άνοιξε το μπαούλο των αναμνήσεων:

«Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται ο ”άγιος” Βουλγαράκης, που με προώθησε από τον Πανιώνιο στην Παναχαϊκή. Έγινα επαγγελματίας στα 17 χρόνια μου και θυμάμαι ότι το πριμ της υπογραφής ήταν… 100 δραχμές , που τις έδωσα αμέσως στη μάνα μου».

  • Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, Κυριάκο;

Οδηγός φορτηγού ήταν ο πατέρας μου, νοικοκυρά η μάνα μου και είχαν να θρέψουν 5 παιδιά, δύο αγόρια και τρία κορίτσια. Αλλά έκαναν καλό κουμάντο και τα έφερναν βόλτα…

  • Καθιερώθηκες γρήγορα κι απέκτησες αμέσως τη φήμη του μοντέρνου, επιθετικού δεξιού μπακ…

Ετσι είναι, είχα πολλές φυσικές δυνάμεις. Ημουν και καλός στην… αντιγραφή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπήρχαν αρκετοί καλοί ακραίοι αμυντικοί που έτρεχαν πάνω – κάτω. Ο Γκαϊτατζής και ο Αγγελής του Ολυμπιακού, ο Γούναρης του ΠΑΟΚ, ο Σκρέκης και ο Μπ. Ιντζόγλου του Πανιωνίου, ο Πάλλας και ο Ναλπάντης του Αρη. Είχαμε φτιάξει σχολή μοντέρνων, ακραίων μπακ. Α, κι ο Αβράμης (σ.σ. Καλφίν), στην απέναντι πλευρά από τη δική μου. Θα μπορούσε να κάνει μεγάλη μεταγραφή…

  • Εσύ πήγες στον Ολυμπιακό, αλλά επέστρεψες γρήγορα στην Παναχαϊκή. Γιατί;

Ναι, μετά από 11 χρόνια με τα ”κοκκινόμαυρα”, μαζί με τον Γιώργο Σπυρόπουλο, το 1978, πήραμε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό. Επέστρεψε ο Δαβουρλής και πήγαμε εμείς. Ομως, ατύχησα στον Πειραιά γιατί είχα έναν σοβαρό τραυματισμό, ρήξη συνδέσμων, και έχασα την ευκαιρία της καθιέρωσης. Γι’ αυτό και μετά από ένα χρόνο γύρισα στην Παναχαϊκή. Έτσι ήταν γραφτό, τί άλλο να πω;

  • Πολλές οι χαρές στα χρόνια σου, αλλά και πίκρες. Φαντάζομαι εκείνο το αλησμόνητο 5 – 3 επί του ΠΑΟΚ στην Τούμπα που στέρησε το πρωτάθλημα από τον ”δικέφαλο” και η έξοδος στην Ευρώπη, δεν συγκρίνονται…

Ασφαλώς είναι δύο κορυφαίες στιγμές αυτές, αλλά υπάρχουν κι άλλες. Οταν κερδίζαμε, για παράδειγμα, τις τρείς ομάδες του τέως ΠΟΚ κάνοντας φανταστικές εμφανίσεις. Ρίχναμε τριάρες και τεσσάρες τότε, δεν… αστειευόμασταν.

  • Εχει γίνει πολύ κουβέντα για το ανεπανάληπτο 5 – 3 της Τούμπας. Λέγεται ότι είχε κυκλοφορήσει ”βαλιτσάκι” από τον Ολυμπιακό που διεκδικούσε το πρωτάθλημα – και το πήρε – από τον ΠΑΟΚ…

Αλήθεια είναι. Αλλά και χωρίς ”βαλιτσάκι” δεν θα πηγαίναμε να χάσουμε. Σ’ εμένα μίλησε ο μακαρίτης ο Ρήγας. Μου είπε ”θα έχεις ένα έξτρα πριμ αν νικήσουμε σήμερα”. Έτσι κι έγινε, την επόμενη μέρα μου έδωσε 30.000 δραχμές. Ο ”κατσαμπρόκος” είχε λόγο…

  • Πίκρες δεν ανέφερες. Σου φέρθηκε, γενικά, εντάξει η Παναχαϊκή;

Ασφαλώς, όταν χάναμε στενοχωριόμασταν. Είχαμε εγωισμό, όμως, πεισμώναμε και την επόμενη Κυριακή αποκαθίστατο η τάξη. Οσον αφορά τις διοικήσεις, δεν έχω κανένα παράπονο. Δεν μου ”έφαγαν” ούτε μια δραχμή. Ενώ, όταν ήταν να προσληφθώ από το Δήμο, έστειλαν αμέσως τα ένσημά μου…

  • Ηταν τότε ένα θέμα για εσάς η επαγγελματική αποκατάσταση, μόλις κρεμάγατε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια…

Αλήθεια είναι. Πολλοί παίκτες της εποχής προσλαμβάνονταν από τράπεζες, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και από δήμους. Νιώθω ευγνώμων στον μακαρίτη Τίμο Πατρώνη που με πήγε στον τότε δήμαρχο Θόδωρο Αννινο. «Μικρέ, έτσι με αποκαλούσε, έχεις δίπλωμα;».

«Ναι, κύριε Δήμαρχε, Γ’ κατηγορίας», ήταν η απάντησή μου. «Ωραία, αύριο πιάνεις δουλειά». Το αύριο ήταν η 13η Αυγούστου 1979. Δεν ξεχνάω τη μέρα, γιατί έλυσα το πρόβλημα του βιοπορισμού μου, πριν καν σταματήσω το ποδόσφαιρο. Θυμάμαι ο μισθός ήταν 16.000 δρχ., και είχα ενοίκιο 4.000 δρχ. μηνιαίως. Ζούσα, χωρίς στερήσεις, την οικογένειά μου. Μεγάλο πράγμα για μένα, που αφοσιωμένος στη μπάλα, είχα αμελήσει τις εγκύκλιες σπουδές. Κάθε φορά θεωρώ ελάχιστο χρέος μου να μνημονεύω τον Τίμο και τον Θόδωρο Αννινο.

Ανδρούτσος

  • Κυριάκο, ποιοι κατ’ εσένα, ήταν οι 5 κορυφαίοι άσοι της εποχής σου;

Πέντε μόνο; Είναι ασφυκτικός ο περιορισμός, γιατί αναδείχθηκαν πολλοί παικταράδες τότε. Εν πάση περιπτώσει. Λοιπόν Κούδας, Δομάζος, Δαβουρλής, Χάιτας και Στραβοπόδης.

  • Θα πουν κάποιοι ότι είσαι επηρεασμένος από το γεγονός ότι οι Δαβουρλής – Στραβοπόδης ήταν συμπαίκτες σου…

Δεν το δέχομαι. Ο Δαβουρλής αν είχε παίξει 10 χρόνια στον Ολυμπιακό, θα ήταν με διαφορά η πρώτη επιλογή των ειδημόνων του ποδοσφαίρου. Ο Στραβοπόδης δε, ήταν αρτίστας, ήξερε μεγάλη μπάλα.

  • Ναι, αλλά, λείπουν από την πεντάδα και ο Μίμης Παπαϊωάννου, ο Χατζηπαναγής, ο Σίδερης, ο Μαύρος, ο Σαραβάκος…

Ναι, δεν αντιλέγω είναι κι αυτή μια σπουδαία πεντάδα. Κι άλλοι, επίσης, έκαναν πανέμορφες εκείνες τις Κυριακές. Ποιος, φερ’ ειπείν, δεν μνημονεύει τον Φουλίδη του Πιερικού; Ηταν παικταράς, αλλά αγωνιζόταν κι αυτός σε μικρομεσαία ομάδα…

  • Συνεργάσθηκες με αρκετούς προπονητές. Ποιοι καθόρισαν περισσότερο την καριέρα σου;

Θα απαντήσω κάπως διαφορετικά. Ευτύχησα να γνωρίσω πραγματικά σπουδαίους προπονητές. Ο Φάντροκ ήταν μια σχολή… μόνος του. Δίδασκε πρωτόγνωρα πράγματα. Πιο μπροστά από την εποχή τους ήταν, επίσης, ο Αντώνης Γεωργιάδης και ο Κώστας Καραπατής. Ψηλά, επίσης, κατατάσσονται κατά τη γνώμη μου ο Μακ Γκίνες, ο Σπάιτς και ο Νταν Γεωργιάδης, που ήταν ιδιόρρυθμος, αλλά ήξερε να κρατάει πειθαρχημένα τα’ αποδυτήρια.

Φυσικά πατέρας και δάσκαλος δεκάδων παιδιών ήταν ο Σπύρος Βουλγαράκης. Οταν μεγάλωσε, το φυτώριο που ο ίδιος συντηρούσε, «μαράθηκε» και χρόνο με το χρόνο η Παναχαϊκή έπαιρνε την κάτω βόλτα. Σήμερα εντοπίζεις με το… πυροφάνι Πατρινόπουλο στο ρόστερ της…

«Δεν θέλουμε τα βραβεία των άλλων…»

Ο Κυριάκος Ανδρούτσος διάγει αισίως το 72ο έτος της ηλικίας του και τρέχει ακόμη και σήμερα στο γήπεδο, όσο δεν ”τρέχει” ο χρόνος: «Είναι αλήθεια. Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν ξενυχτάω. Αγωνίζομαι στα παιχνίδια των παλαίμαχων με τη νοοτροπία του ενεργού παίκτη της Παναχαϊκής, της δικής μας εποχής. Φοράω τη φανέλα της και παίζω για να κερδίζω…».

Υπάρχει και κάτι που έχει ενοχλήσει τον παλαίμαχο άσο της Παναχαϊκής και το εξωτερικεύει:

«Εχουμε τον δικό μας σύλλογο και υπάρχει στην πόλη και ο σύλλογος των παλαίμαχων της Πάτρας, ο οποίος διοικείται από τον κ. Τάκη Λαμπρόπουλο και μέχρι πρότινος συμμετείχα κι εγώ σε εκδηλώσεις του.

Από τη στιγμή, όμως, που συστηματικά γίνεται προσπάθεια να ακυρωθεί ο ρόλος των παλαίμαχων της Παναχαϊκής, αποχώρησα. Θεωρώ ότι είναι ατόπημα να οργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης και να γίνονται βραβεύσεις παλαίμαχων της Παναχαϊκής από τον σύλλογο που έχει μέλη του κυρίως τους βετεράνους των άλλων ομάδων της Πάτρας. Υποψιάζομαι ότι γίνεται αυτό για να ακυρωθεί η υπόσταση του δικού μας συλλόγου και για ν’ αποκτήσει αίγλη ο άλλος. Ο καθείς στα… χωράφια του, λοιπόν και να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον…».

Είδε τον πατέρα του να πεθαίνει στην κερκίδα!

Ο Ανδρέας Ανδρούτσος, πατέρας του Κυριάκου, ήταν ένας παραδοσιακός οικογενειάρχης και ένθερμος φίλος της Παναχαϊκής. Καμάρωνε για τον γιο του, αλλά και ζούσε μέσα στην αγωνία τα παιγνίδια της ομάδας.

Το 1975 ο Κυριάκος είχε ήδη καταγράψει δύο τραυματισμούς και είχε επανέλθει στην ομάδα σ’ ένα εντός έδρας παιγνίδι με τον Εθνικό Πειραιώς. Εξιστορεί την πιο τραγική μέρα της ζωής του:

«Σε μια σύγκρουση με αντίπαλο βρέθηκα στο έδαφος. Ο πατέρας μου ήταν στην κερκίδα και δεν άντεξε ένα ακόμη ”τρακάρισμά” μου με την ατυχία. Επαθε έμφραγμα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Δεν επανήλθε ποτέ… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή που ήμουν πεσμένος στο έδαφος και αντιλήφθηκα την αναστάτωση στην κερκίδα. Δεν ξέρω πώς, αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή ότι κάτι κακό είχε συμβεί στον αγαπημένο μου πατέρα. Ηταν μόλις 54 χρόνων…»