Γιώργος Γεωργίου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Γιώργος Γεωργίου, η δημοσιογραφία της ευθύτητας. Ενας ισορροπημένος συνδυασμός αμεσότητας, οξυδέρκειας και ατόφιου λαϊκού χιούμορ. Εφυγε από τη ζωή ένας από τους ιδρυτές της δημοσιογραφικής σχολής που παρήγαγε οπαδούς και μιμητές, αλλά όχι και πολλούς άξιους εκπροσώπους. Ο δημόσιος λόγος χρειάζεται ταλέντο και αισθητική. Ακόμα και η ωμότητα θέλει την αισθητική της, ώστε να ξεχωρίζει από τη χυδαιότητα. Ο πηγαίος λαϊκός λόγος έχει τους κανόνες του. Άλλο θυμοσοφία και άλλο πεζοδρόμιο, κάτι που αγνοούν διάφοροι δημοσιολογούντες του πολιτικού, του κοινωνικού και του αθλητικού λόγου που αρκούνται στην εμπορική επιτυχία της τραχύτητας η οποία σε κάνει ηχηρό και ενίοτε τρομοκρατικό, αλλά δεν σε κάνει ποιοτικό. Αλλά δεν τους νοιάζει.

Ο Γεωργίου ήταν ένας από τους παράγοντες- καθρέπτες που επέτρεπαν στη δημοσιογραφία να συνειδητοποιήσει την πορεία της προς την αυτοκαταστροφή. Η απεύθυνση τύπου Γεωργίου δημιούργησε κοινό, το εκπαίδευσε, το απελευθέρωσε, το αφύπνισε απέναντι στον καθωσπρεπισμό της συμβατικής δημοσιογραφίας, η οποία βάπτισε τις αυτοδεσμεύσεις της «σεβασμό στη δεοντολογία». Η κοινωνία απαιτούσε «να τα λέμε», εθισμένη στα παραδείγματα τύπου Γεωργίου που άρχισαν να αφθονούν στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, σε μέσα «περιθωριακά», αλλά ο συστημικός τύπος κρατήθηκε στα αβλαβή- για ποιόν;- πλαίσια της εύσχημης προσέγγισης καταστάσεων και προσώπων, κάτι που προκάλεσε ένα σχίσμα με το μαζικό κοινωνικό ακροατήριο. Το οποίο βαθμιαία βάλθηκε να απαιτεί κατεδαφιστικές πρακτικές, αλλά πριν φθάσει στην απαίτηση αυτή είχε καλλιεργηθεί η όχι αβάσιμη πεποίθηση της θωπευτικής φιλοσοφίας του Τύπου απέναντι στις διάφορες εξουσίες, που με τη σειρά τους εκμεταλλεύθηκαν στην ευαλωτότητα των ενημερωτικών επιχειρήσεων και των ίδιων των δημοσιογράφων, αλλά και κινήθηκαν με γνώμονα την εγχώρια κουλτούρα για τα όρια και την αποστολή της ενημέρωσης. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Τύπος μπορεί να ελέγχει την εξουσία με την έννοια που η εξουσία ανέχεται, κυρίως όμως είναι ο υποχρεωτικός αχθοφόρος της, για την ενημέρωση του κοινού. Ή για την καταστροφή του αντιπάλου, όπου εκεί δικαιολογείται η ακρότητα, η οποία όμως, εφόσον είναι μονομερής και κατευθυνόμενη, είναι πλαστή.

Η αυθάδης αντιμετώπιση των αυθεντιών ξεπήδησε από τα αθλητικά αποδυτήρια- αυτό βέβαια είχε γίνει και απέναντι στον Ιουστινιανό, με σημείο εκκίνησης τον ιππόδρομο- αλλά στην ουσία είχε επεκτατικά χαρακτηριστικά, καθώς μεταξύ αθλητικής και πολιτικής εξουσίας δεν υπήρχαν- και ούτε τώρα υπάρχουν- στεγανά, κάτι που το κοινωνικό αισθητήριο γνώριζε από πρώτο χέρι, συμπληρώνοντας τα όποια κενά της πληροφόρησης με φαντασία και συνωμοσιολογία. Δεν ήθελε πολύ για να χαθεί η μπάλα και να γίνει η αμφισβήτηση του συμβατικού τύπου αμάζευτη. Όταν ο συστημικός τύπος- συνειδητοποιώντας ότι οι αιρετικοί είχαν χαλάσει (αλλάξει) την πιάτσα, πιάνοντας απλώς κοινωνικό σφυγμό- προσπάθησαν να αντιδράσουν λανσάροντας συναφείς υπηρεσίες με τη σφραγίδα της διευθύνσεως, αλλά ήταν αρκετά αργά. Ενδιάμεσα είχε χαθεί η στενή σχέση με την κοινωνία που χαρακτήριζε τις παλιότερες εποχές, τότε που ο πολίτης συνοδευόταν παντού και πάντα από «την εφημερίδα του».

Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η επόμενη μέρα, αλλά η προηγούμενη είναι στα τελειώματά της και η σημερινή περιμένει από την τεχνολογία να μας πει πότε έχουμε Αύριο. Οποτε και θα δούμε τι είναι αυτό. Λένε ότι θα παίξει πολύ ρομπότ, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις δεν θα είναι ορατή η διαφορά, αφού μεγάλο μέρος των ΜΜΕ του ιντερνετικού χώρου έχουν ρομποτοποιήσει τους συνεργάτες τους.