Aegean Marine – 14,9 εκατ. δολάρια αποζημίωση από PwC

Συμφώνησε να αποζημιώσει τους πρώην μετόχους που την κατηγορούν ότι δεν κατάφερε να εντοπίσει απάτη ύψους 300 εκατομμυρίων δολαρίων στα βιβλία τής τότε εισηγμένης στο αμερικανικό χρηματιστήριο

Aegean

Στην καταβολή 14,9 εκατ. δολ. προτίθεται να προχωρήσει η ελληνική θυγατρική της PricewaterhouseCoopers στο πλαίσιο δικαστικού συμβιβασμού με τους πρώην μετόχους της Aegean Marine Petroleum Network Inc.

Οι πρώην μέτοχοι της Aegean Μarine Petroleum, η οποία πτώχευσε το 2018, είχαν υποστηρίξει ότι η ελεγκτική εταιρεία δεν κατάφερε να εντοπίσει απάτη ύψους 300 εκατ. δολ. στα βιβλία της τότε εισηγμένης στο αμερικανικό χρηματιστήριο Aegean Marine Petroleum. Την εταιρεία είχε ιδρύσει ο επιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανίδης το 1995, με αντικείμενο τον εφοδιασμό πλοίων με καύσιμα. Το 2006 εισήγαγε τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, εάν εγκριθεί από την ομοσπονδιακή δικαστή στο Μανχάταν η συμφωνία που προτάθηκε την προηγούμενη Τρίτη, θα θέσει τέλος σε όσα υποστηρίζει συνταξιοδοτικό ταμείο της Γιούτα, που ήταν ο βασικός ενάγων, ότι ο ελεγκτής αγνόησε τις προειδοποιήσεις (red flags) σχετικά με τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας, όταν έλεγξε τις οικονομικές καταστάσεις της Aegean Marine το 2016. Η PwC Greece δεν παραδέχτηκε κάποιο παράπτωμά της κατά τον διακανονισμό, ενώ συμφώνησε να προσκομίσει έγγραφα σχετικά με την αγωγή.

Συνεχίζεται η αγωγή
Το πρακτορείο Reuters αναφέρει ότι η αγωγή συνεχίζεται κατά της ελληνικής θυγατρικής της Deloitte, η οποία ήταν εξωτερικός ελεγκτής της Aegean από το 2006 έως το 2015, καθώς και κατά του ιδρυτή της Aegean Δημήτρη Μελισσανίδη και του πρώην γενικού οικονομικού διευθυντή Σπύρου Γιαννιώτη.

Οι επενδυτές προχώρησαν σε αγωγές το 2018, αφού η επιτροπή ελέγχου του διοικητικού συμβουλίου της Aegean Marine διαπίστωσε ότι ένας συνεργάτης (contractor) της εταιρείας είχε υπεξαιρέσει έως και 300 εκατομμύρια δολάρια. Οι μέτοχοι ισχυρίζονται ότι ο contractor ελεγχόταν από τον Δημήτρη Μελισσανιδης.

Οι Μελισσανίδης, Γιαννιώτης και Deloitte έχουν αρνηθεί όσα τους προσάπτονται. Η Aegean κήρυξε πτώχευση και διαγράφηκε από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης αμέσως μετά την έκθεση της επιτροπής.

Στη συνέχεια εξαγοράσθηκε και συνέχισε τη λειτουργία της ως Minerva Bunkering, θυγατρική του Mercuria Energy Group Limited.

Πρόκειται για την υπόθεση, όπως αναφέρει το Reuters, «Aegean Marine Petroleum Network Inc Securities Litigation, U.S. District Court, Southern District of New York, No. 18-cv-04993».

Ολα άρχισαν όταν «ακτιβιστές» μέτοχοι εισήλθαν στη διοίκηση της Aegean Marine Petroleum το 2018, αμέσως μετά την αποτυχία του Δημήτρη Μελισσανιδης να πάρει πίσω την εταιρεία μέσω της συγχώνευσής της με την HEC Europe Limited σε μια συμφωνία αξίας 367 εκατ. δολ. Η αποτίμηση της HEC θεωρήθηκε από ορισμένους μετόχους υπερβολική και η σχετική συμφωνία δεν προχώρησε. Υπενθυμίζεται ότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης είχε αποχωρήσει από την Aegean Marine το 2016 πουλώντας τις μετοχές του στην ίδια την εταιρεία αντί 99 εκατ. δολαρίων.

Επιτροπή λογιστικού ελέγχου
Η νέα διοίκηση της Aegean Marine, μετά τη μη συγχώνευση με την HEC, συγκρότησε επιτροπή λογιστικού ελέγχου (Audit Commission) που διαπίστωσε σοβαρά προβλήματα κακοδιαχείρισης. Ειδικότερα εντόπισε 200 εκατομμύρια δολάρια εισπρακτέα (receivables), που αφορούσαν συναλλαγές χωρίς πραγματικό αντίκρισμα που έπρεπε να διαγραφούν και συνολικά εκτίμησε ότι έως και 300 εκατομμύρια δολάρια είχαν υπεξαιρεθεί (misappropriated) μέσα από δραστηριότητες με χαρακτήρα απάτης (fraudulent activities).

Από αυτές τις πρακτικές, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ίδιας της εταιρείας, κυρίως ευνοήθηκε η εταιρεία OilTank Engineering & Consulting Ltd, που είχε αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευής του τερματικού σταθμού της Aegean στη Φουτζέιρα και την οποία παρουσίασε ως σχετιζόμενη με πρώην στέλεχος της εταιρείας («Former Affiliate»).

Η νέα διοίκηση της Aegean έκανε χρήση του κεφαλαίου 11 του αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα και προχώρησε σε αναδιοργάνωση της Aegean Marine Petroleum Network, η οποία τελικά αγοράστηκε από τον όμιλο Mercuria.