Η εξάπλωση των εξαπλωμένων

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Εμείς ανήκουμε και στα δύο κινήματα. Και υπέρ της ομπρέλας, και υπέρ της πετσέτας. Όταν βρίσκουμε ομπρέλα και ξαπλώστρα ελεύθερη και σε καλούτσικη μεριά, όλα είναι μια χαρά. Όταν δεν βρίσκουμε, τότε ευχόμαστε να ψοφήσουν οι κατσίκες όσων βρήκαν, κι αν δεν έχουν κατσίκες, να βρουν εκεί επί τόπου, να κατέβουν οι κατσίκες και να τους γδέρνουν με το τρίχωμά τους, όπως είναι πασαλειμμένοι με τα λάδια.  Τότε ξυπνάει μέσα μας ο οικολόγος, που βλέπει κραυγαλέα δυσανάλογη την κάλυψη του αιγιαλού από το ομπρελομάνι. Η Ελλάς τα καλοκαίρια γίνεται μια Ομπρελλάς.

Πάει ο παιδικός εαυτός μας, τότε που μας απίθωναν στην παραλία και εξαφανιζόμαστε εν ριπή για ατελείωτο μπάνιο, εκνευριστικά ατελείωτο, σε βαθμό πλήξης, και αυτοσχεδιασμούς με μπάλα ή χωρίς στα νερά ή στη λασπουριά της ακτής, με τους μεγάλους να μας κυνηγούν με ένα θλιβερό  ψευτοναυτικό καπέλο και χουφτιές από νιβέα για τους ώμους, τους μεγάλους που ξόδευαν ένα μεσημέρι ολόκληρο στη σκιά χωρίς να κάνουν ούτε ένα αγώνισμα στην άμμο, χωρίς να κάνουν ένα βολ πλανέ στα ρηχά, χωρίς να σκάψουν ούτε καν μια σήραγγα, να πέσει πόδι ανθρώπου εντός, να σπάσει με κρότο, και εμείς να τον βρίζουμε που μας χάλασε την ανεπανάληπτη κατασκευή.

Όταν εμφανίστηκαν στις παραλίες οι πρώτες ξαπλώστρες, εκφράσαμε την απορία γιατί ο κόσμος θέλει να ξαπλώνει από τη μία το μεσημέρι. Κουρασμένος είναι; Πέρασαν τα χρόνια και γίναμε εμείς οι κουρασμένοι: Το νέο σύστημα θαλασσινού μπάνιου δεν σου αφήνει περιθώρια. Θα ξαπλώσεις, θες δε θες, για να μην είσαι μια ξυλάγγουρη παραφωνία σε μια απέραντη στρωματσάδα, που συνήθως ούτε καν ρεμβάζει. Η ξαπλώστρα είναι ένα πέρασμα       προς τη χώρα του Κενού, μια ευκαιρία να ανακαλύψεις πόσα υπέροχα Τίποτα έχεις μέσα σου.

Η όλη αντάρα ξέσπασε ευλόγως με την υπερκάλυψη της ακτής, τη χοντράδα της συνολικής εικόνας που αποτελεί μια εκδοχή πολιτισμένης βαρβαρότητας, τις εξωφρενικές χρεώσεις μέσα από τις οποίες οι καντινούχοι ομπρελλέρος προσπαθούν να βγάλουν το χρυσάφι για το οποίο αξίζει να περνάς πεντ’ έξi μήνες σε μια φλεγόμενη ακτή και να αποσβένεις τα τσουχτερά νοίκια που απαιτούν οι δήμοι και η Κτηματική.

Η κερδοσκοπία από την αισχροκέρδεια απέχουν πολύ λίγο μεταξύ τους, και όταν το κράτος τηρεί την παράδοση που το θέλει να κάνει τα στραβά μάτια στα πάντα- μαύρη εργασία, έκδοση αποδείξεων, αυθαίρετη επέκταση, μεταμφίεση εισαγόμενου θαλασσινού σε φρέσκο- φτάνουμε στα κινήματα που έχουν σαν καταλύτη την ιδέα του ακτιβισμού όπως αυτή ενισχύεται με τη μεταλαμπάδευση των ιδεών και των εικόνων από τα κοινωνικά δίκτυα. Κακό δεν κάνουν αυτά.

Αφυπνίστηκε ο Υπουργός, και είπε ότι Δεν Θα Χαριστούμε, ενώ ήδη έχουν περάσει 31 μέρες Ιουλίου και 3 μέρες Αυγούστου. Να δεις που και του χρόνου δεν θα καούν τα δάση, γιατί η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα και ο Φλωρίδης θα επαυξήσει την ποινική μεταχείριση των εμπρηστών, υπό τον όρο ότι υπάρχουν εμπρηστές πράγματι και ότι θα πιάσεις έναν, ενώ δεν μπορείς να πιάσεις ούτε τον Ομπρελλάρχη που δεν κόβει υπερωρίες στον σερβιτόρο. Πού πας ρε Καραμήτρο; που λέει και το σοφό ανέκδοτο.