Καναρίνια στο κλουβί

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ισως τις θυμάστε με την ίδια φρίκη. Τις εκθέσεις που γράφατε μικρός. Που όταν δίνονταν τα καθιερωμένα εποχικά θέματα ήταν ακόμα χειρότερες. Πώς να περιγράψεις την πρώτη μέρα στο σχολείο; Μαζευόμαστε τα παιδιά στο προαύλιο, λέγαμε σαχλαμάρες, χτυπούσε το κουδούνι και μετά κοιτάγαμε τι μας περίμενε. Υποδείξεις για χοντρά, πολυσέλιδα τετράδια που αφορούσαν τα καινούργια μαθήματα. Αρκετοί συμμαθητές κατέφευγαν σε βοηθήματα. Ημαρτον, φρίτταμε εμείς χειρότερα: Δε φτάνει που έχω να διαβάσω τόσες σελίδες, έχω να διαβάζω κι έκθεση; Ουστ. Πηγαίναμε με τις δικές μας σπιθαμιαίες ιδέες, μονολεκτικά διατυπωμένες.

Ο δάσκαλος υπέγραφε με υπογραφή που σήμαινε «αυτός ο μαθητής δεν είναι Μυριβήλης» και οι συμμαθητές διέπρεπαν με πανομοιότυπες εκθέσεις σύμφωνα με τις οποίες τα προαύλια γέμιζαν από τιτιβίσματα. Τα τιτιβίσματα, άγνωστη λέξη, κάτι σαν τον βολονταρισμό, ήταν μια ψευδής ομολογία σαν κι αυτή που υπέγραφαν οι πτοημένοι αριστεροί στη Μακρόνησο, ότι τάχα είμαστε ευχαριστημένοι που διακόψαμε τα μπάνια και τα σουλάτσα για να συνεχίσουμε τη διάπλασή μας και να καθόμαστε ο ένας πίσω από τον άλλον με στοίχιση στο μάνουαλ. Περάσαμε τη μισή μας σχολική ζωή με προτάσεις και εκτάσεις χεριών, με σκοπό να παρατασσόμαστε σε τάξη. Στον στρατό το έκανες με το μάτι, γρήγορα γρήγορα, για να ξεμπερδεύεις. Λοιπόν, η στοίχιση, όπως όλα, θέλει μια απλή αίσθηση αναλογικότητας.

Περνώντας σήμερα έξω από σχολικό συγκρότημα σε κάθε 11η Σεπτεμβρίου διαπιστώνεις ότι ο εκθεσάς των βοηθημάτων είχε ένα δίκιο. Ο αχός τω αθροιζόμενων παιδικών φωνών, ένα χαοτικό συνονθύλευμα, ακούγεται σαν ομαδικό κελάιδισμα. Πάντα απορούσαμε πως αυτό το πράγμα το λες ερωτικό κάλεσμα. Οι περισσότεροι το θεωρούν πολύ γλυκό, παίρνουν μάλιστα και πουλί σε κλουβί για να το ακούν συνέχεια. Καλό είναι, αλλά το ραδιόφωνο εναλλάσσει τους καλλιτέχνες και λέει και καμιά είδηση.

Το ενδιαφέρον μας αποσπά το τιτίβισμα εκτός προαυλίου: Οι χαρούμενες φωνούλες των μαμάδων που έχουν τα φθινοπωρινό τους συναπάντημα στο παρακείμενο καφέ. Κάθονται ανά παρέες, σχηματισμένες κατά κανόνα με κριτήριο την ηλικιακή κλίμακα των παιδιών. Δεξιά οι μαμάδες της Α’ Δημοτικού, στο μέσον της Β’, στο βάθος οι μεγαλύτερες τάξεις, πιο ψημένες μαμάδες, πιο μόρτισσες. Δείχνουν φωτεινές, ανάλαφρες, σχεδόν ευτυχισμένες. Εχουν μετακυλήσει- ή μήπως ξεφορτώσει;- μια ευθύνη που τους καταδυναστεύει τον ψυχισμό και ετοιμάζονται τώρα να απολαύσουν ένα 45λεπτο επαφής και ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών που τις βοηθά να εκτονωθούν, να νιώσουν ασφάλεια μέσα από την ανασφάλεια των άλλων, να ανακαλύψουν παιδιάτρους, φροντιστές, καταστήματα ρούχων που τις εξυπηρετεί, να μάθουν κους κους και να τα ζυμώσουν με τα δικά τους, σε μια πανάρχαια διαδικασία αποφόρτισης και τρύγου γνωστικού υλικού, που αφορά ελαφράδες, ασθένειες, μαγειρικές, σκανδαλάκια, αφορισμούς τρίτων προσώπων και πολύ πράμα που στρέφεται γύρω από το Μέγα Αγώνισμα της Ανατροφής σε συνδυασμό με Νοικοκυριό. Στις συναθροίσεις αυτές σπάνια οι μαμάδες μιλούν για τη δουλειά τους. Και μάλλον όχι για τα ερωτικά τους. Πρόκειται για μισή υπεράσπιση ιδιωτείας και μισή παράδοση του κάστρου. Πίνουν καφέ οι μισές αλήθειες των εαυτών τους. Πάλι καλά. Όταν οι άνδρες πίνουν καφέ δεν υπάρχει καμία αλήθεια μαζί τους.

Οι μαμάδες αλλάζουν τάξη κάθε χρόνο. Καθώς τα τέρμινα περνούν, οι προηγούμενες παίρνουν απολυτήριο και παίρνουν τη θέση τους καινούργιες, άγουρες, εξιταρισμένες, διστακτικές. Εχουν πολύ διάβασμα, πολλή προσπάθεια, δυσκολίες προσαρμογής, φοβίες, επιθυμίες. Πολύ συχνά τα παιδιά νιώθουν χαρά που θα πάνε στο σχολείο και θα τους πάρει αρκετά χρόνια μέχρι να καταλάβουν γιατί.