«Ο Κρητικός»: Ένα ταξίδι ψυχής μέσα από το λόγο του Διονυσίου Σολωμού, τι μας λένε οι συντελεστές της παράστασης
Οι συντελεστές της παράστασης «Ο Κρητικός», που παρουσιάζεται στο θέατρο Λιθογραφείον, μας ξεναγούν στον κόσμο της ποίησης του Διονυσίου Σολωμού, δίνοντας ζωή στον λόγο του μέσω της θεατρικής και μουσικής έκφρασης. Ένα έργο που μας καλεί να νιώσουμε τον πόνο και την ομορφιά του έρωτα, με φόντο την Κρήτη και τις συγκλονιστικές της εικόνες.
Στη σκηνή, οι συντελεστές της παράστασης «Ο Κρητικός» δεν αφηγούνται απλώς την ιστορία του ήρωα, αλλά συνθέτουν ένα σύγχρονο ψηφιδωτό που συνδυάζει την ποίηση του Σολωμού με τον πόνο και την ελπίδα των προσφύγων, την αγωνία του θύματος που αγωνίζεται για το δικαίωμα στη ζωή.
Ο Κρητικός δεν είναι μόνο ένας ήρωας που πολεμά, είναι ο καθένας από εμάς που εγκαταλείπει τη γη του για να επιβιώσει. Από τις επαναστάσεις του παρελθόντος μέχρι τις προσφυγικές ροές του σήμερα, το έργο του Σολωμού αναβιώνει στην οθόνη της εποχής μας, με τη φωνή του καλλιτέχνη να θυμίζει ότι η ελευθερία και η ζωή είναι το μεγαλύτερο δικαίωμα, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Σήμερα, μοιράζονται τις σκέψεις τους για την παράσταση στο pelop.gr οι Μαρία Βάρσου, Φάνης Δίπλας, Αλέξανδρος Κουκιάς, Ιωάννα Γεωργοπούλου και Κατερίνα Δίπλα.
– Κύριο ρόλο στο έργο παίζει η θάλασσα. Η θάλασσα είναι ζωή και θάνατος στον «Κρητικό». Ποιες είναι αυτές οι πτυχές της που αναδείξατε; Τι θέλατε να βγει στην επιφάνεια;
Μαρία Βάρσου: Για εμένα το νερό είναι ζωή. Φυσικά για εμένα είναι και κάθαρση. Όταν θέλω να ξεκουραστώ, να αδειάσω το μυαλό μου, πάω στη θάλασσα, αν και παιδί του βουνού. Και μου φάνηκε πολύ οξύμωρο ότι αυτή η ίδια η θάλασσα, που το καλοκαίρι κολυμπάμε, παίζουμε, μας ξεκουράζει, μπορεί να είναι και ο θάνατος. Γιατί για μερικούς ανθρώπους είναι και ο θάνατος. Για αυτός πρωταρχική σκέψη μου ήταν ότι ήθελα να υπάρχει νερό στη σκηνή.
Ήθελα να βγάλω στην επιφάνεια, αυτό που είναι ήδη στην επιφάνεια και όλοι το ξέρουν: ο κόσμος πνίγεται στο Αιγαίο, στις θάλασσές μας! Παίρνοντας αυτή την ιστορία που είναι πολύ παλιά λέμε την σημερινή ιστορία, το τι γίνεται τώρα. Κάποιοι άνθρωποι κατατρεγμένοι, και τότε ο Κρητικός λόγω πολέμου μπήκε στην βάρκα και τώρα οι άνθρωποι λόγω πολέμου μπαίνουν στις βάρκες, χάνουν τους ανθρώπους τους ή και τη ζωή τους στη θάλασσα.
Φάνης Δίπλας: Όταν πρωτοκουβεντιάσαμε με την Μαρία, πριν πολύ καιρό, η ματιά της ήταν σαφής και συγκεκριμένη στο τι ήθελε να πει για αυτό. Παίρνει ένα στοιχείο που είναι κατ’ εξοχήν ζωής όπως το νερό, αλλά δεν το βλέπει από αυτή τη πλευρά. Το βλέπει από μία άλλη οπτική, ούτε καν ότι είναι θάνατος σκέτος, γιατί δεν είναι. Τοποθετεί τη δράση του σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και το πλαίσιο αυτό το πραγματεύεται το ίδιο το έργο. Ο «Κρητικός» του Σολωμού μιλάει για έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται με τη βία στη θάλασσα και κυρίως λόγω αυτού πνίγεται. Το ίδιο συμβαίνει αργότερα, πάνω από δύο αιώνες μετά. Κάποιοι μπαίνουν σε μια θάλασσα και πνίγονται… και άμα δεν το καταφέρνουν μόνοι τους το κάνουν άλλοι.
Αλέξανδρος Κουκιάς: Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να ζει στη θάλασσα, στο νερό, αλλά για να πατάει τα πόδια του στη γη. Το έργο ξεκινά και προχωρά με αυτή τη δυσκολία… Ο άνθρωπος είναι αντιμέτωπος με ένα τεράστιο στοιχείο της φύσης. Εμείς το βλέπουμε αυτό στην επιφάνεια. Για εμένα, η επιφάνεια είναι μία γραμμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο. Και αυτός είναι πάνω σε αυτή τη γραμμή διαρκώς. Φανταζόμαστε τι συμβαίνει κάτω από αυτή την επιφάνεια, πόσοι και πόσοι υπάρχουν. Και τελικά νομίζω πως μέσα από την προσέγγιση της Μαρίας, μετά από τόσο μεγάλο αγώνα, βλέπουμε το σώμα που πνίγεται όχι να βυθίζεται αλλά να ανυψώνεται. Η ζωή γίνεται ποίηση.
Ιωάννα Γεωργοπούλου: Βλέπεις αυτό το σκηνικό, σαν θεατής, και βλέπεις κάτι πολύ όμορφο. Σοκάρεσαι ότι υπάρχει σκηνικό στη σκηνή. Και σιγά-σιγά στην πορεία του έργου βάζουμε στοιχεία που δίνουν άλλη ουσία στο νερό ως νερό. Και μιλώντας κινησιολογικά, ο Αλέξανδρος θα δυσκολευθεί να κινηθεί μέσα στο νερό οπότε βιώνουμε και εμείς αυτή τη δυσκολία του καιρού σε φυσική μορφή, όταν εγώ αποφεύγω με το νερό αλλά παράλληλα παίζω, μετά θα μπουν στοιχεία όπως τα φώτα που θα το χρωματίσουν και θα του δώσουν άλλη σημασία, το νερό αλλάζει, παίρνει μορφές. Ετσι ο θεατής θα μπορέσει να δώσει τη δική του σημασία σε αυτό που βλέπει ως φυσικό στοιχείο.
Κατερίνα Δίπλα: Εμένα μου ήρθε στο μυαλό η λέξη ασφυξία. Η όλη παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που την χτίζαμε μέρα με τη μέρα. Και μέσα σε αυτό δημιουργήθηκαν και τα κοστούμια. Μέσα στην πρώτη ή δεύτερη εβδομάδα πήγα στη Μαρία και της είπα πως τα κοστούμια θα τα βουτήξουμε στη θάλασσα, γιατί τα παιδιά πρέπει να το ζήσουν και να το νιώσουν. Η Μαρία μου απάντησε ότι ήδη είχαν κανονίσει να πάνε στη θάλασσα. Η λέξη ασφυξία και το να μην έχεις διαφυγή, να ξεφύγεις, να σωθείς έρχεται στο μυαλό. Κάτι που σε φέρνει από τον έναν κόσμο στον άλλο. Και εκεί ανυψώνεσαι πλέον και γίνεσαι φως και -ίσως άθελά- σου ήρωας, εικόνισμα ή Παναγία.
– Για τον κάθε ένα από εσάς, τι είναι το νερό;
Αλέξανδρος Κουκιάς: Εμένα πάντα το νερό μου δημιουργεί έναν φόβο οπότε η λέξη είναι η άβυσσος. Αυτό νιώθω. Ναι μεν δροσίζομαι, αλλά πάντα -και στην σκέψη- υπάρχει το ότι βουλιάζω και ας μην είναι νερό αυτό.
Μαρία Βάρσου: Αυτό που μου έρχεται στο μυαλό είναι η λέξη «δέος». Ενώ μου αρέσει πολύ το νερό στη θάλασσα, φοβάμαι πολύ να ανοιχτώ, ίσως επειδή όπως είπα και πριν είμαι παιδί του βουνού.
Ιωάννα Γεωργοπούλου: Για εμένα είναι σύνορα, όρια. Κάτι τελειώνει και κάτι αρχίζει, δημιουργεί αυτό το βάθος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Φάνης Δίπλας: Παρόλο που λένε πως ο άνθρωπος είναι 70% νερό, νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο φτιάχνεται το νερό είναι το πρόβλημα για τον άνθρωπο. Ένα από τα δύο συστατικά του νερού είναι το οξυγόνο και εγώ έχω πρόβλημα με το οξυγόνο. Αν κάτι με φοβίζει στη ζωή είναι να μην μπορώ να αναπνεύσω και η θάλασσα στο προκαλεί αυτό. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να πάω στον βυθό για να βρω κάτι, ενώ όταν κολυμπάω δεν φοβάμαι, όταν είμαι κάτω από την επιφάνεια, φοβάμαι ότι δεν θα έχω αναπνοή. Το μόνο που σκέφτομαι τώρα για το νερό είναι η λέξη «κρύο» γιατί το νερό στην παράσταση είναι κρύο.
– Είναι μια παράσταση με διάφορες μορφές τέχνης, μουσική, βίντεο, χορό. Πώς «δαμάζονται» αυτές οι μορφές και πώς «δαμάζετε» και εσείς τον εαυτό σας ο κάθε ένας για να μην υπερκαλύψει η μία την άλλη και να λειτουργήσουν ως σύνολο;
Μαρία Βάρσου: Εγώ περισσότερο έχω δουλέψει με το σώμα στις παραστάσεις. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με επαγγελματίες ηθοποιούς, συνήθως δουλεύω με χορευτές, ακροβάτες και με άτομα που γνωρίζουν πολύ καλά το σωματικό κομμάτι στις παραστατικές τέχνες. Πάντα έμπλεκα όμως και τον λόγο στις παραστάσεις που έφτιαχνα. Τώρα, βέβαια, πήγα ένα βήμα πιο πέρα, γιατί έχω δύο πολύ καλούς παίκτες που πήγαν το κείμενο -ένα τόσο δύσκολο κείμενο- ένα βήμα παραπάνω. Πιστεύω όμως πως όλο αυτό είναι ένα. Όπως και σε μια παράσταση κλασικού θεάτρου, πρέπει να έχεις ζωντανό το σώμα και να είναι εκεί όπως και ο λόγος, έτσι και σε αυτή την παράσταση υπάρχει το σώμα, τα ακροβατικά και τα χορευτικά στοιχεία… Και ο λόγος είναι σώμα. Όλα αυτά είναι ένα, δεν πρέπει να τα ξεχωρίζουμε.
Αλέξανδρος Κουκιάς: Το έργο είναι ποίημα. Τι εικόνες δημιουργεί στον καθένα; Η Μαρία πιστεύω πως εργάστηκε ανάποδα. Μιλάμε για ένα εικαστικό αποτέλεσμα που συμπεριλαμβάνει όλες τις παραπάνω τέχνες και όλα υπηρετούν αυτό. Πρώτα έχει βάλει την εικόνα που έχει δημιουργηθεί και βάση της ατμόσφαιρας που έχει φτιαχτεί βάζει εμάς να πούμε τον λόγο. Και νομίζω πως όλα τα υπόλοιπα υπηρετούν αυτό το αποτέλεσμα.
Φάνης Δίπλας: Είναι ένα δύσκολο κείμενο. Το μεγαλύτερο θέμα είναι ότι πρόκειται για ένα ποιητικό κείμενο. Αυτό που ρωτάς πώς αυτές οι τέχνες μπλέκονται μεταξύ τους, έχει να κάνει με το τι ξέρουμε εμείς, εγώ ως θεατής, όταν έρχομαι να το δω. Αν ξέρω υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως δεν ξέρω, είτε επειδή δεν γνωρίζω το κείμενο, είτε επειδή δεν θέλω να ξέρω γιατί πάω να δω μια καινούργια δημιουργία, τότε συμβαίνει το αντίθετο. Θεωρητικά θα μπορούσε να πει κανείς πως η ποίηση έχει μια αυτονομία, είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί. Δεν κάνουμε μονόλογο για τον «Κρητικό».
Δεν υπάρχει ρεσιτάλ ερμηνείας, «φεύγουμε» από αυτό. Και ως ηθοποιός το καταλαβαίνω αυτό, μπαίνω σε άλλα νερά, τα οποία απαιτούν την συμπερίληψη όλων αυτών των στοιχείων. Θα ήθελα την ερώτησή σου πραγματικά να μου την απαντήσει κάποιος που είδε την παράσταση. Αν είδε μια παράσταση ως όλον. Είναι κάτι που και εμένα με προβληματίζει, ως ηθοποιό που υπηρετεί αυτό το όλον. Θα ήθελα να μου απαντήσει ένας θεατής αν είναι ένα πράγμα, ένας πίνακας. Θα ήθελα να μου απαντήσει κανείς πως πρόκειται για έναν πίνακα, που βλέπουμε το πριν και το μετά του, επειδή εμείς κάνουμε θέατρο. Παίζουμε με μία σειρά εικόνων τις οποίες επειδή κάνουμε θέατρο, τις κάνουν ανθρώπινα πλάσματα. Να πω την αλήθεια, πως θα ήθελα να είμαι θεατής της παράστασης και όταν φύγω από εδώ να δω τι θα έχω πάρει.
Μαρία Βάρσου: Όσον αφορά το ρεσιτάλ ερμηνείας στο οποίο αναφέρεται ο Φάνης… Από την αρχή, το βασικό μέλημά μας ήταν να μην παίξουμε, να μην παίξουν οι ηθοποιοί. Δεν χρειάζεται να παίξουν, γιατί υπάρχουν πραγματικές συνθήκες: υπάρχει νερό, υπάρχει κόπωση με όλα όσα συμβαίνουν, ένα πολύ ωραίο κείμενο που ο λόγος του είναι πολύ δυνατός. Δεν υπάρχει λόγος να παίξεις αυτό το κείμενο. Απλά το λες, σαν να το λες πραγματικά. Λες μια ιστορία και απλά πρέπει να την πεις, να είσαι αληθινός. Και πιστεύω πως αυτό ήταν το ζητούμενο και το καταφέραμε. Δεν ξέρω αν είναι ρεσιτάλ ή όχι. Αλλά πραγματικά οι ηθοποιοί είναι εκεί και λένε την ιστορία.
Κατερίνα Δίπλα: Στην Μαρία ήταν καθαρό από την αρχή, είχε ένα όραμα και μέσα σε αυτό παρέσυρες όλους μας ή τουλάχιστον παρέσυρε εμένα. Όταν μου έκανε την πρόταση για τα κοστούμια, λέω «κοστούμια στην Πάτρα μετά από τόσο καιρό που έλειπα…». Όταν όμως ήρθα, το είδα τελείως διαφορετικά και πραγματικά παρασύρθηκα. Ήταν πραγματική ενορχηστρώτρια. Το έκανε με έναν καταπληκτικό τρόπο και έβγαλε τον καλύτερο εαυτό όλων μας: την σχέση της Ιωάννας με τον Αλέξανδρο, τον Φάνη ως αφηγητή, το νερό, τα σκηνικά, τα κοστούμια, όλα είναι τελικά μια εικόνα. Όλες οι τέχνες συνυπάρχουν πολύ εύκολα γιατί ήταν πολύ αληθινό στο μυαλό της.
– Κάποια στιγμή οι ηθοποιοί καλούνται να χάσουν τον εαυτό τους και να γίνουν οι ρόλοι που ερμηνεύουν. Ποια είναι αυτή η στιγμή για τον καθένα σας;
Αλέξανδρος Κουκιάς: Δεν είναι ότι χάνω τον Αλέξανδρο για να βρω τον ρόλο. Εδώ βρίσκω κάποιες φορές τον Αλέξανδρο πάρα πολύ και προσπαθώ να τον κρύψω. Παλεύω μέσα μου. Ο Σολωμός είναι πολύ δυνατός ποιητής και κάθε φορά που ακούω τον Φάνη να μιλά ή ακούω τα δικά μου λόγια, είναι σαν κάτι να με σκάβει, να με τρώει. Δεν σημαίνει ότι δεν γίνομαι ο Κρητικός. Γίνομαι το παιδί που ανακαλύπτει το ποίημα πρώτη φορά.
Φάνης Δίπλας: Υπάρχει ένα μέσα-έξω που έχει να κάνει όμως με την ίδια την υφή του κειμένου και της παράστασης. Το ίδιο το έργο απαιτεί μια σχέση μαζί του διττή. Επειδή ο Σολωμός το έχει γράψει χρησιμοποιώντας μία απόσταση από το γεγονός από τη μία πλευρά, ως αφηγητής, όμως στο δρόμο ανακαλύπτουμε ότι είναι δική του η ιστορία του αφηγητή, κάτι που συνέβη στο παρελθόν. Και εκεί ο ηθοποιός αναμετριέται με το τώρα και το χθες. Η ηθοποιός ενώ παίζει το τώρα στην σκηνή, αλλά το «τώρα του», αλλά η ιστορία μπορεί να έχει πολλαπλά σημεία διήγησης. Το «τώρα του» είναι αυτό που λέει η ιστορία και μετά το χθες που προσπαθεί να το φέρει όσο μπορεί στο σήμερα. Υπάρχουν κάποια σημεία που αν αφεθείς στον λόγο του Σολωμού, βυθίζεται πάρα πολύ και συνήθως δεν μπορείς να καταλάβεις πώς το κάνεις.
Ιωάννα Γεωργοπούλου: Συμφωνώ με αυτό που λέει ο Φάνης… Εγώ δεν έχω ξανακάνει πολλές παραστάσεις συνεχόμενες. Ήταν μία παράσταση, το πολύ δύο. Δεν έχω μπει ποτέ στη διαδικασία να δω πού με πάει αυτό που κάνω, πόσο διαφορετικό θα είναι στην πορεία του… Αυτό που έχω πάει από αυτή την παράσταση είναι το ότι η ενέργεια θα αλλάξει και πιστεύω πως ακόμα δεν έχω αφεθεί ακόμα. Πιστεύω όμως πως στις στιγμές που ξεχνιέμαι και μπαίνω στην ιστορία, έχει κυρίως να κάνει με την συνύπαρξη: όταν θα έλθω σε επαφή με τον Αλέξανδρο σε μια στιγμή που είναι πολύ τρυφερή θα την κάνω πιο δική μου, ή όταν θα ανταλλάξω βλέμματα με τον Φάνη είναι μια πολύ δυνατή στιγμή. Εκεί αφήνομαι περισσότερο: στην ένωση με τους άλλους δύο στον χώρο.
– Εδώ και πολλά χρόνια γίνεται μεγάλος λόγος για τον ρόλο του θεάτρου και τη δύναμή του να ευαισθητοποιήσει το κοινό. Μιλάμε για ένα που μιλάει για την προσφυγιά και την επιβίωση, τα οποία και σήμερα είναι θέματα παρόντα. Εχει πραγματική δύναμη το θέατρο να ευαισθητοποιήσει το κοινό;
Μαρία Βαρσού: Αν δεν είχε, νομίζω ότι δεν θα ασχολούμουν με το θέατρο προσωπικά. Ακόμα και έναν άνθρωπο αν μπορούμε να «πάρουμε», να τον ευαισθητοποιήσουμε, να τον κάνουμε να αισθανθεί κατά τη διάρκεια των παραστάσεων για εμένα είναι κέρδος. Αυτό είναι το θέατρο και οι παραστατικές τέχνες και αυτό πρέπει να κάνουν. Δεν μπορώ να διανοηθώ να κάνουμε θέατρο για να διασκεδάσουμε απλά στην Ελλάδα του σήμερα. Έχω υπάρξει και είμαι διασκεδαστής, η δουλειά μου ως ακροβάτης τσίρκου αυτό είναι: διασκεδάζω τον κόσμο. Όμως μέσα από αυτό, που επιφανειακά είναι το διασκεδάζω τι δίνεις, που «καρφώνεις» τον άλλον κάθε φορά; Δεν μπορώ να διανοηθώ άνθρωπο του θεάτρου που κάνει θέατρο για να βγάλει χρήματα -γιατί δεν βγάζεις χρήματα από το θέατρο- ή να περάσει απλά καλά. Νομίζω ότι εμείς που κάνουμε αυτή τη δουλειά, για αυτό το κάνουμε.
Φάνης Δίπλας: Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, όχι. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στο θέατρο εκ του αποτελέσματος και ειδικά σήμερα πιστεύω ότι είναι πολύ κάτω όλο αυτό. Είμαι λίγο της άποψης του Λευτέρη Βογιατζή, ότι το θέατρο πεθαίνει, δεν έχει τη δυναμική που θα μπορούσε. Το ίδιο το θέατρο, η παράσταση που κάνεις έχει δύναμη μεγάλη και συμφωνώ με την Μαρία ότι μπορείς να επηρεάσεις έναν θεατή. Με την έννοια της κοινωνίας και του αποτελέσματός του σε αυτή όχι δεν πιστεύω στη δύναμη. Και δεν είναι μία πεσιμιστική, απογοητευτική θέση, γιατί δεν έχω παρατήσει ποτέ αυτή τη δουλειά, ούτε με έχει απογοητεύσει ποτέ.
Η ίδια η θεατρική πράξη έχει πολύ μεγάλη δύναμη, σπουδαία. Ενώ εκτιμώ τις άλλες τέχνες, νομίζω ότι η δύναμη του θεάτρου είναι τεράστια, μεγαλύτερη από των άλλων τεχνών. Είναι ένας γίγαντας, αλλά δεν πιστεύω ότι επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά σήμερα, όσο περνάει ο καιρός, πιστεύω ότι πεθαίνει και δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον του. Ενώ παλαιότερα φοβηθήκαμε ότι θα πεθάνει όταν βγήκε ο κινηματογράφος, φοβηθήκαμε μία άλλη τέχνη, δεν συνέβη κάτι. Σήμερα, δεν υπάρχει η έλευση μίας τέχνης για να «καταβροχθίσει» μία άλλη, αλλά η ίδια η ζωή. Ετσι δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για την τέχνη μου, αλλά μου αρέσει και πιστεύω πως την ώρα που συμβαίνει μπορεί να είναι μια βόμβα το θέατρο.
– Αν έπρεπε να μου πείτε ένα σημείο της παράστασης που θα θέλατε να «πάρει» ένας θεατής φεύγοντας από την παράσταση, ποιο θα ήταν αυτό;
Μαρία Βάρσου: Για εμένα η πρόταση του ποιήματος που είναι υπογραμμισμένη 100 φορές είναι η «ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά και αστοχισμένη». Είναι μνήμη και την κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Ολο αυτό το πράγμα είναι ένα και για εμένα είναι μια πολύ δυνατή πρόταση που θα ήθελα να την πάρει μαζί του κάποιος από το κοινό.
Αλέξανδρος Κουκιάς: Στο τέλος της ιστορίας μας φεύγω με ένα νεκρό σώμα, ένα βρέφος. Αν κάθε ένας που βλέπει αυτή την παράσταση μπορούσε να φύγει έχοντας μέσα του ένα νεκρό παιδί από αυτά που έχουν πνιγεί, θα άλλαζε ο κόσμος όλος. Αυτή είναι τεράστια δύναμη. Να έχει μέσα του μια τέτοια μνήμη.
Μαρία Βάρσου: Τώρα που το είπες, σκέφτομαι πώς θα ήταν αν όλοι από το κοινό καλούνταν να θάψουν ένα πτώμα παιδιού που «ξέρασε» η θάλασσα; Πώς θα ένοιωθαν;
Ιωάννα Γεωργοπούλου: Και εγώ θα κινηθώ περίπου πάνω στο ίδιο. Τι είναι σώμα; Εμείς έχουμε σώματα που επιπλέουν, σώματα που «μουλιάζουν» και ποτίζουν. Το πόσο εύθραυστο είναι ένα σώμα, αν μπορεί να ανυψωθεί, να πνιγεί. Τι συνέβη σε αυτά τα παιδιά, σε εμάς επί σκηνής; Να αναρωτηθεί τι μπορεί να βιώσει ένα σώμα. Το σώμα του καθενός είναι δικό του και όλοι μπορούν να το κάνουν λίγο προσωπικό.
Φάνης Δίπλας: Θα ακουστεί λίγο παράξενο αλλά αν έπρεπε να πάρει κάτι θα ήταν η λέξη ομορφιά. Ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε αλλιώς ή ίσως είναι επιλογή μας σε αυτή την παράσταση, πολιτικό θέατρο είναι αυτό που κάνουμε, δοκιμάζεις στη ζωή να πεις στον άλλον κάτι με υλικά που μπορεί να αγγίξουν όλους. Ακόμα και αυτόν που λέει «έρχονται εδώ και παίρνουν τις δουλειές μας και θα κλείσω τα μάτια μου αν πάθουν κάτι». Αυτή εδώ η παράσταση σε βάζει σε έναν όμορφο κόσμο, με τον οποίο όλοι μπορούν να ταυτιστούν, γιατί η ομορφιά είναι κάτι που αγγίζει τους πάντες. Και με αυτόν τον όμορφο, τον γλυκό κόσμο, ένα είδος «μορφίνης» θα έλεγε κανείς, οδηγείσαι σιγά-σιγά σε μία εικόνα, ενός νεκρού παιδιού. Και κάπως γλυκά, όμορφα, την πατάς. Είναι ένας τρόπος και αυτός. Και εδώ πάει η κουβέντα για την δύναμη του θεάτρου. Ενώ έχουμε διαφωνήσει και αν πιάσουμε την κουβέντα δεν θα τα βρούμε, εδώ το θέατρο σου λέει «ας μην πιάσουμε αυτή την κουβέντα. Αν φτιάξουμε έναν ωραίο δρόμο, ανθρώπους που είναι όμορφοι». Και καταλήγει στο τέλος σε αυτό, όχι με έναν βίαιο τρόπο απέναντι στον θεατή. Θα ήθελα να πάρει αυτό γιατί αυτό θα τον «ανοίξει» να δεχθεί και κάτι που η καθημερινότητα του καθενός δεν τον αφήνει. Δεν αντέχει ο άνθρωπος να πονά κάθε μέρα για αυτό. Και έρχεται αυτή η παράσταση που άμα το πάρεις έτσι, γλυκά, με αυτή την ομορφιά, ίσως να ανοίξεις και να σου μείνει κάτι.
Ίνφο
Σκηνοθεσία, σύλληψη ιδέας, δραματουργία | Μαρία Βάρσου
Επιμέλεια κίνησης | Ιωάννα Γεωργοπούλου
Πρωτότυπη μουσική | Γιώργος Τριανταφύλλου
Σχεδιασμός φωτισμών | Ευσταθία Δρακονταειδή
Κοστούμια | Κατερίνα Δίπλα
Video | Παναγιώτης Φαφούτης
Κάμερα | Νίκος Πατρώνας
Φωτογραφία | Βασίλης Ζαβέρδας
Σχεδιασμός Αφίσας | Πέτρος Βούλγαρη
Κατασκευή κουκλών | Θανάσης Μοσχόπουλος
Ειδικές κατασκευές | Francesco Moretti, Θεόδωρος Βάρσος
Ερμηνεύουν | Ιωάννα Γεωργοπούλου, Φάνης Δίπλας, Αλέξανδρος Κουκιάς
Στο video εμφανίζονται επίσης τα παιδιά | Ερμής Θεοδωρόπουλος, Δέσποινα Κουκιά-Κοκκίνου
Οι συντελεστές ευχαριστούν από καρδιάς τον Γιάννη Ποταμούση, την Αργυρώ Παπαθανασίου και το @BLOCK Πάτρας, για την πολύτιμη βοήθεια τους!
Παραγωγή | Θέατρο Λιθογραφείον, Σαλτιμπάγκος ΑΜΚΕ
Παραστάσεις:
22-23/11 ώρα 21:30
24/11 ώρα 20:00
28-30/11 ώρα 21:30
& 1/12 ώρα 20:00 (συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος)
Τηλ. κρατήσεων & πληροφορίες:
2610 328394
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News