Ο παραπονεμένος Ντόναλντ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Περιφερόταν στο κτίριο από γραφείου εις γραφείον. Μήπως έχετε μπλάνκο; Όχι αδελφέ. Μπλάνκο. Πού το θυμήθηκες; Με τη σειρά μας θυμηθήκαμε τη δύσκολη εκείνη ημέρα κατά την οποία αναζητούσαμε σε τρεις ορόφους έναν χριστιανό που να έχει μελάνι για να πατηθεί μια σφραγίδα. Μελάνι; Μελάνι σουπιάς να ζητούσαμε. Ευκολότερα θα βρίσκαμε. Μας κοιτούσαν οι συνάδελφοι από τις διάφορες υπηρεσίες του ομίλου σαν να είχαμε έρθει από το χωριό και να ζητούσαμε παχνί για το γαϊδούρι μας. Τώρα οι νεότεροι αναγνώστες θα διερωτώνται: Τι είναι το παχνί; Τουλάχιστον όλοι ξέρουμε τι είναι ο γάιδαρος. Αν και όλο και λιγότερα παιδιά έχουν πέσει πάνω σε γάιδαρο κανονικό. Μόνο σε ορισμένους οδηγούς, κατά την άποψη του οδηγού πατέρα τους, στα γνωστά μαθήματα διαπαιδαγώγησης νεοελλήνων: Οι Αλλοι είναι μια σκέτη συμφορά και επιβάλλεται, κατ΄αρχάς, να τους βρίζεις, ει δυνατόν χωρίς να έχουν περιθώριο αντίδρασης.

Μια φορά κι έναν καιρό, η αγαπημένη επίσκεψη ήταν σε βιβλιοχαρτοπωλείο. Για γόμες, μαρκαδόρους, μολύβια, μπλοκ, στυλό, ανταλλακτικά συρραπτικών, παιχνιδιάρικα υλικά και αξεσουάρ, για το μικρό παιδί του γραφείου, που ασφαλώς είμαστε εμείς, αλλά παρακαλούμε, αυτό μεταξύ μας. Με την προέλαση της πληροφορικής, περιορίστηκε η πρακτική ανάγκη χαρτικών και η γόμα Ντόναλντ μας κοιτάει παραπονεμένη από το συρτάρι. Της έχει μείνει άθικτο το πηλίκιο.

Ποιος ήταν ο τελευταίος συνάδελφος που είχε μπλάνκο; Κάπου θα είναι καταχωνιασμένο στο συρτάρι, με το διορθωτικό του υγρό ξεραμένο και το βουρτσάκι του φύση νεκρή. Αχρηστο σύμβολο μιας εποχής όπου ο χρόνος και η τεμπελιά δεν σου επέτρεπαν να ξαναπιάσεις από την αρχή ένα χειρόγραφο. Χειρόγραφο: Πού το θυμήθηκες αυτό; Πώς είναι σήμερα ο γραφικός μας χαρακτήρας; Οι σημειώσεις μας σήμερα συντάσσονται με νεύρο και ταχύτητα, και πλέον όλο και περισσότεροι δεν κρατούν χειρόγραφες σημειώσεις, αλλά πληκτρολογούν σε κάποιο έγγραφο του άι φον, οι νεότεροι με ταχύτητα κοπτορραπτούς. Δεν χρειάζεσαι μαθήματα γραφομηχανής, όπως παλιά, δάσκαλός σου είναι το πληκτρολόγιο και η νέα εποχή.
Πού τα παλιά μας, στρογγυλεμένα γράμματα, πού οι μέρες που οι λινοτύπες και οι δακτυλογράφοι χώριζαν τους συντάκτες σε κατηγορίες, ανάλογα με την καθαρότητα και τη γεωμετρική καλαισθησία της γραφής, από τη μια οι νοικοκυρεμένοι και χαριτωμένοι μερακλήδες της γραφής, αυτάρεσκοι και περισπούδαστοι, με τα ωραία τους τελικά Σίγμα και τα ρωμαλέα Εψιλον. Από την άλλη οι τσαπατσούληδες των ορνιθοσκαλισμάτων, δυσανάγνωστοι, βασανιστικοί.

Ο χειρόγραφος γραπτός λόγος έχει δύσει, σε κάποιο συρτάρι, ξεχασμένος, μαζί με τα χαρούμενα στυλό μας. Αλλά ο εγκέφαλος δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Οι πεπειραμένοι επιμελητές ύλης των εφημερίδων δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά σε ένα δακτυλογραφημένο κείμενο για να διαγνώσουν ακαριαία ποιος το έγραψε. Από την έκταση των παραγράφων, τα διαστήματα ανάμεσα στις φράσεις, την πυκνότητα των σημείων στίξης, την τάξη του συνόλου, την εικόνα του. Ενας νέος γραφικός χαρακτήρας έχει πάρει τη θέση του παλιού, όπως επίσης ένας νέος εγκέφαλος πήρε τη θέση του παλιού μας εγκεφάλου. Δεν γίναμε δούλοι των μηχανών, ούτε και τις υποτάξαμε. Κάνουμε τη στραβή μας πάνω τους, χάνουμε κάτι, κερδίζουμε κάτι καλύτερο, δεν θέλουμε μπλάνκο, δε μουτζουρώνουμε, πατάμε ένα ντιλίτ ή ένα μπακσπέις ή ένα κοντρόλ ζεντ, και δεν τρέχει κάστανο, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ κάστανο δρομέας. Αλλά θυμηθήκαμε τον καιρό του μπλάνκο, γράφε, γράφε, γράφε, στο τέλος μπορούσες να ξεπετάς μια παράγραφο των εκατονπενήντα λέξεων χωρίς λάθος, με επιλεγμένες τις καταλληλότερες των λέξεων, γνήσια μαστόρια του κειμένου. Το οποίο κείμενο ήταν μια μπαρούφα και μισή, που την επομένη της δημοσίευσης θα την έπαιρνε ο αέρας της λήθης, αλλά ήταν μια ωραία μπαρούφα, η μπαρούφα σου, όπως συνολικά η ζωή σου.