Προκλήσεις και οφέλη για την Αγροτική Ανάπτυξη, το Περιβάλλον και την Κοινωνία
*Ο Θεοφάνης Ζαχαράτος είναι διδακτορικός ερευνητής, στο Τμήμα Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Πατρών.
Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ 2023-2027) της ΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για τη γεωργία στον ευρωπαϊκό χώρο. Με συνολικό προϋπολογισμό περίπου 300 δις ευρώ για την περίοδο 2023-2027 αποτελεί βασικό αναπτυξιακό εργαλείο για τον πρωτογενή τομέα, ενώ αφορά άμεσα περισσότερους από 130 εκ. αγρότες, δηλαδή το 30% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.
Στόχος της νέας ΚΑΠ είναι ο εκσυγχρονισμός του γεωργικού τομέα, με έμφαση στη βιωσιμότητα, στην κλιματική αλλαγή και στη δίκαιη κατανομή των ενισχύσεων. Ωστόσο, οι προκλήσεις στην εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι αρκετές και η κριτική που δέχεται πολύπλευρη.
Σταχυολογώντας τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, αλλά και τις ανησυχίες που εκφράζονται για το τελικό της αποτέλεσμα, μπορούμε να αναφερθούμε περαιτέρω τόσο στις αναπτυξιακές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές προεκτάσεις της, όσο και στις προκλήσεις που τη συνοδεύουν.
Σε επίπεδο αγροτικής ανάπτυξης, η νέα ΚΑΠ στοχεύει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και στη διαφοροποίηση της αγροτικής οικονομίας. Παρέχει εργαλεία και κίνητρα στους παραγωγούς για την υιοθέτηση καινοτόμων προσεγγίσεων, όπως η ψηφιακή γεωργία και οι πράσινες τεχνολογίες, προωθώντας έτσι τη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη και σύγχρονη παραγωγή τροφίμων.
Η κύρια ανησυχία που εκφράζεται σχετικά με το αναπτυξιακό αποτύπωμα της νέας ΚΑΠ αφορά την ανισορροπία στην κατανομή των επιδοτήσεων. Συχνά, μεγαλύτερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις λαμβάνουν σημαντικότερο μερίδιο ενίσχυσης σε σχέση με τις μικρότερες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ανησυχίες για τη δυνατότητα πρόσβασης σε πόρους για τις πιο μικρές εκμεταλλεύσεις, καθώς η ανισορροπία της κατανομής των πόρων μειώνει τις ευκαιρίες για ισότιμη οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, ασκείται κριτική και για την έλλειψη οικονομικών κινήτρων, με σκοπό την υιοθέτηση καινοτόμων και βιώσιμων πρακτικών στην αγροτική παραγωγή. Τέλος, ανησυχίες εκφράζονται και για την ενδεχόμενη απόκλισή της νέας ΚΑΠ από τους βασικούς οικονομικούς στόχους, καθώς θεωρείται ότι η εστίασή της σε πτυχές όπως η περιβαλλοντική αειφορία αποπροσανατολίζει από τον κύριο στόχο της οικονομικής ανάπτυξης του γεωργικού τομέα.
Η ενίσχυση της βιωσιμότητας της γεωργίας είναι ένας από τους βασικούς στόχους της νέας ΚΑΠ και αποτελεί τη σύνδεση της συγκεκριμένης πολιτικής με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο». Παρά τις προσωρινές υπαναχωρήσεις από περιβαλλοντικές απαιτήσεις της ΚΑΠ (για τα έτη 2022 και 2023 με στόχο την τόνωση της παραγωγικότητας σιτηρών και την άμβλυνση των επιπτώσεων της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία), η ΕE με την εισαγωγή περιβαλλοντικών κριτηρίων και προτεραιοτήτων ενθαρρύνει τους γεωργούς να υιοθετήσουν πρακτικές που προάγουν τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Τα λεγόμενα «πράσινα μέτρα» στοχεύουν στη μέτρηση και αξιολόγηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των γεωργικών πρακτικών, προωθώντας προσεγγίσεις που σέβονται το περιβάλλον. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές δημιουργούν ανησυχίες στους αγρότες, αλλά και σε μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις που έχουν εκφράσει ανοιχτά τις επιφυλάξεις και τις διαφωνίες τους.
Η κύρια ανησυχία των παραγωγών για τα νέα «πράσινα μέτρα» της ΚΑΠ βρίσκεται στις προκλήσεις και την πολυπλοκότητα που σχετίζονται με τη συμμόρφωση και την εφαρμογή τους. Βασικό πρόβλημα που αναδεικνύουν οι αγρότες είναι η πιθανή επιβάρυνσή τους με αυξημένες διοικητικές εργασίες και γραφειοκρατία που απαιτούνται για την παρακολούθηση και αναφορά των συγκεκριμένων μέτρων. Φόβοι εκφράζονται πως η εφαρμογή των πράσινων μέτρων μπορεί να απαιτήσει επιπλέον χρόνο και πόρους από τους αγρότες, αποσπώντας την προσοχή τους από τις κύριες γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η ανάγκη για ακριβή συλλογή δεδομένων θεωρείται ως γραφειοκρατική πρόκληση. Oι οικονομικές επιπτώσεις αυτών των αλλαγών είναι ένας ακόμα σημαντικός λόγος ανησυχίας, καθώς η μετάβαση σε πιο βιώσιμες πρακτικές μπορεί να απαιτήσει επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες ή αλλαγές στις μεθόδους καλλιέργειας όπου τα κόστη μπορεί να υπερβούν τα οφέλη.
Τέλος, η νέα ΚΑΠ δέχεται κριτική και από περιβαλλοντικές οργανώσεις που θεωρούν πως μια πιο φιλική προς το περιβάλλον αγροτική πολιτική είναι αναγκαία. Σύμφωνα με τις ανησυχίες των περιβαλλοντικών οργανώσεων, η νέα ΚΑΠ χαρακτηρίζεται από ατολμία και ανεπάρκεια ως προς την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων στην αγροτική παραγωγή, στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και στην προστασία της άγριας φύσης.
Συνοψίζοντας, η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ προσφέρει προοπτικές, για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, τη βελτίωση της αειφορίας στη γεωργία, την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης. Ωστόσο, η επιτυχία της εξαρτάται από την αποτελεσματική εφαρμογή της, τη δίκαιη κατανομή των πόρων και τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων φορέων. Μόνο μέσα από συντονισμένες και συνεκτικές προσπάθειες μπορεί να επιτευχθεί ένα νέο αγροτικό αναπτυξιακό μοντέλο που συνδυάζει την παραγωγή τροφίμων, την προστασία του περιβάλλοντος και την ευημερία της κοινωνίας.
*Ο Θεοφάνης Ζαχαράτος είναι διδακτορικός ερευνητής, στο Τμήμα Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News