Ο Μάκης Δελαπόρτας μιλά στην «Π» για τη Ρένα Βλαχοπούλου: «Εγώ της έκλεισα τα μάτια»

Αποκαλύψεις στην «Π» για την ντίβα του θεάτρου

Ο Μάκης Δελαπόρτας μιλά στην «Π» για τη Ρένα Βλαχοπούλου: «Εγώ της έκλεισα τα μάτια» Σαν «δεύτερη μητέρα του» περιγράφει τη Ρένα Βλαχοπούλου ο Μάκης Δελαπόρτας

Ο Μάκης Δελαπόρτας είναι γνωστός ηθοποιός, συγγραφέας και βιογράφος μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης. Προσεγγίζει πάντα τα θέματά του με σεβασμό, αξιοπρέπεια, διακριτικότητα και ευθύνη απέναντι στην υστεροφημία τους. Ειδικότερα με τη Ρένα Βλαχοπούλου, είχε μια πολύ στενή σχέση, περιγράφοντάς την ως τη «δεύτερη μητέρα του» στο θέατρο και στη ζωή. Εζησε κοντά της πολλά χρόνια, της έκλεισε τα μάτια όταν πέθανε και αισθάνεται ακόμα και σήμερα ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Η βαθιά αυτή σχέση τον ώθησε να αφιερώσει τη δουλειά του στη διατήρηση της μνήμης και του έργου της.

Πρόσφατα παρουσίασε στην Πάτρα, σε διοργάνωση από το περιοδικό «πατρινόραμα», ένα εντυπωσιακό μουσικό αφιέρωμα στη Ρένα Βλαχοπούλου. Ο ίδιος, μιλώντας στην «Π» σημειώνει: «Απλά είμαι αυτό που βλέπετε. Δεν είμαι κάτι άλλο… Στη σκηνή πάνω κουβαλάω τις μνήμες μου και πραγματικά τις εμπειρίες μου όλους αυτούς που έζησα από κοντά. Αυτές μεταφέρω στον κόσμο».

Μιλώντας στην «Π» θυμάται χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητας της Ρένας Βλαχοπούλου:

«Ηταν μια ψυχή που γελούσε και εξέπεμπε ζωή, εμφανιζόμενη σε μια Ελλάδα που πάλευε μετά από πολέμους και στερήσεις. Ηταν μια αυθόρμητη ηθοποιός με έμφυτο ταλέντο, χωρίς να έχει παρακολουθήσει δραματικές σχολές ή ωδεία. Ξεκίνησε ως η “βασίλισσα της τζαζ” στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’40 με τον Γιάννη Σπάρτακο. Πραγματικά έδωσαν υπέροχα τραγούδια, με κορυφαίο το ”Θα σε πάρω να φύγουμε” γιατί είναι δικό της τραγούδι, εκείνη το πρωτοτραγούδησε».

Το υποκριτικό της ταλέντο ανακαλύφθηκε σχεδόν τυχαία, όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει μια άρρωστη ηθοποιό και, παρά την αρχική της διστακτικότητα λόγω της κερκυραϊκής προφοράς της, έκανε χαμό. Δεν της άρεσαν οι τίτλοι όπως «ντίβα» και ήταν πολύ απλός άνθρωπος, μια «απλή νοικοκυρά την ημέρα», που μεταμορφωνόταν σε σταρ το βράδυ.

Ηταν αντίθετη στις συνεντεύξεις, πιστεύοντας ότι το έργο της ήταν στη σκηνή και όχι στα λόγια: «Παρά τη φήμη της, η Βλαχοπούλου ήταν ένας “πάρα πολύ απλός άνθρωπος”. Δεν της άρεσαν οι τίτλοι όπως “Diva” και δεν καταλάβαινε τη σημασία των συνεντεύξεων: “Τι είμαι εγώ για να έχω μια άποψη για τα πάντα; Οχι όχι» έλεγε, «δεν πρέπει να δίνουμε συνεντεύξεις. Εμείς στη σκηνή καταθέτουμε ότι έχουμε. Δεν χρειάζεται με λόγια σε συνεντεύξεις».

Διαχρονική Αγάπη του Κοινού: Παρά τις αμφιβολίες της για το αν θα τη θυμούνται μετά τον θάνατό της, «όπου παρουσιάζουμε την παράσταση αυτή, είναι γεμάτα τα θέατρα. Ο κόσμος την αγαπά και την ακολουθεί. Ακόμη και τώρα, όταν παίζονται οι ταινίες σημειώνονται μεγάλες τηλεθεάσεις».

Οπως σημειώνει ο Μάκης Δελαπόρτας «η θεατρική της καριέρα ξεκίνησε το 1954 στο Περοκέ, αρχικά απρόθυμα, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει μια ηθοποιό σε παράσταση του Σταυρίδη. Παρόλο που δίστασε λόγω της κερκυραϊκής προφοράς της, η ερμηνεία της προκάλεσε ενθουσιασμό, καθιστώντας την πρωταγωνίστρια από την επόμενη σεζόν. Ο κινηματογράφος ήρθε πολύ αργότερα. Αρχικά αρνήθηκε το 1963 τον ρόλο στην ταινία “Μερικοί το προτιμούν κρύο”, λέγοντας πως ήταν πλέον 40 χρονών και μεγάλη για τον κινηματογράφο. Ωστόσο, ο Γιάννης Δαλιανίδης επέμεινε και τελικά έγινε η μεγάλη πρωταγωνίστρια της Φίνος Φιλμ».

-Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ερμηνείας της Ρένας Βλαχοπούλου;

Η Ρένα Βλαχοπούλου είχε μια μοναδική ερμηνευτική δεινότητα, η οποία για πολλούς ήταν πιο σημαντική από την υποκριτική της. Το χαμόγελό της προηγούνταν της φωνής της, και τα μάτια της έλαμπαν σαν να έκρυβαν ένα μυστικό. Είχε την ικανότητα να ενσαρκώνει τη ζωή την ίδια, με άκρατο, άγαρμπο, υπερβολικό και ζωντανό χιούμορ, αλλά και μια βαθιά μελαγχολία που την έκανε να ξεχωρίζει μέσα από το γέλιο. Επαιζε τους ρόλους της με μια αλήθεια που ξεπερνούσε την οθόνη, ακόμα και όταν υποδυόταν πλούσιες ή φτωχές, κυρίες ή υπηρέτριες, πάντα με μια καρδιά που χτυπούσε στον ατέρμονο ρυθμό της Ελλάδας.

Η Σημασία της μνήμης και της τιμής: Ο Μάκης Δελαπόρτας τονίζει τη σημασία του να θυμόμαστε και να τιμούμε τους σπουδαίους καλλιτέχνες που «ομόρφυναν για πάντα τις ζωές μας».

Εκτός από τις παραστάσεις, ο Δελαπόρτας εργάζεται για τη δημιουργία ενός μουσείου ελληνικού κινηματογράφου στο Ελληνικό, όπου θα εκτεθούν τα αρχεία, κοστούμια, φωτογραφίες και άλλα αντικείμενα που έχει συγκεντρώσει από μεγάλους καλλιτέχνες, τα οποία του άφησαν πολλοί φεύγοντας από τη ζωή. Θεωρεί ότι αυτά τα αντικείμενα δεν ανήκουν σε αυτόν, αλλά στον ελληνικό πολιτισμό. Το αποκορύφωμα της πορείας του, όπως το σκέφτεται, είναι η δημιουργία ενός μουσείου για τον ελληνικό κινηματογράφο στις νέες εγκαταστάσεις του Ελληνικού στην Αθήνα, όπου θα εκτεθούν όλα αυτά τα πολύτιμα τεκμήρια. Με αυτό τον τρόπο, συμβάλλει ενεργά στη διατήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.