Παιγνιώδης Μήδεια αλά Μποστ

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης έστησε μια σουρεαλιστικής αισθητικής ευφυή, ευρηματική και ευφρόσυνη παράσταση, διανθισμένη με παραλληλισμούς και αναφορές στο σήμερα, που ανέδειξε τον γελοιογραφικό και συγχρόνως κωμικοτραγικό χαρακτήρα της σατιρικής κωμωδίας αλλά και φώτισε τις διαχρονικές της αξίες

Μποστ

Είκοσι έξι χρόνια μετά τον θάνατό του (1995), η χειμαρρώδης σάτιρα του ευφάνταστου Μέντη Μποστ(αντζόγλου) διατηρεί τη φρεσκάδα της, παραμένοντας ζωντανή και επίκαιρη. Δεν είναι μόνον το διαρκώς ανανεούμενο ενδιαφέρον για το έργο του πολύπλευρου και πολυτάλαντου δημιουργού, που επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητά του όσο οι θρυλικοί ήρωές του, μεταξύ των οποίων οι εμβληματικοί: Η Μαμά Ελλάς – αρχαιοντυμένη αλλά εξαθλιωμένη – ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα, που αντέχουν μέσα στο χρόνο και ανταποκρίνονται απόλυτα στις δυσμενείς καταστάσεις της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.

Ο Μποστ ανήκει στη χορεία εκείνη των καλλιτεχνών, που κατάφεραν να δημιουργήσουν προσωπικό και αναγνωρίσιμο ύφος τόσο στην εικαστική όσο και στη θεατρική δημιουργία του. Σημεία αιχμής της ιδιαίτερης γραφής του δεν είναι μόνον η ευστροφία και η μαεστρία με την οποία σμίγει λόγιες και λαϊκές εκφράσεις και συμφύρει ιστορικά και μυθικά πρόσωπα αλλά και ο ελευθεριάζων και ανατρεπτικός τρόπος, με τον οποίο διαχειρίζεται τον χρόνο, άλλοτε αδιαφορώντας για τη χρονική ακολουθία των γεγονότων και άλλοτε επιχειρώντας με τόλμη και φαντασία τη συστολή ή τη διαστολή του, προκειμένου να υπηρετήσει τον σατιρικό του στόχο.

Στο θέατρο άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του, γράφοντας παρωδίες κλασσικών έργων και δραματικών ειδυλλίων. Για τον Μποστ η υπόθεσή τους δεν λειτουργεί παρά μόνον ως αφορμή για να κτίσει τη δική του παραλλαγή και να κεντήσει την κοινωνική και την πολιτική του σάτιρα, επεμβαίνοντας δραστικά στον κλασσικό μύθο και ανατρέποντάς τον με χιούμορ υπονομευτικό και εμπρηστικό. «Φαύστα», «Δον Κιχώτης», «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» είναι μερικές μόνον από τις παρωδογραφίες του, με την «Μήδεια» να κρατά τα σκήπτρα της δημοφιλίας ως αγαπημένη επιλογή πολλών επαγγελματικών και ερασιτεχνικών θιάσων.

Στην εκδοχή του Μποστ, η ηρωίδα του Ευριπίδη, ξεσπιτωμένη και οργισμένη με τη ζωή της και τον γάμο της, σκοτώνει τα παιδιά της γιατί «διάγουν βίον έκλυτον και ελευθεριάζοντα, με αποτέλεσμα χαμηλές επιδόσεις στις σπουδές τους». Βαθύτερα η σατιρική αυτή κωμωδία αποτελεί ένα καυστικό σχόλιο για τα λάθη και τα πάθη της ελληνικής κοινωνίας: για την υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό και την ιδεολογικοπολιτική σύγχυση, που ροκανίζει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας από την μεταπολεμική εποχή μέχρι τις μέρες μας.

Ο ίδιος ο δημιουργός οριοθετώντας το στίγμα των προθέσεών του στη «Μήδεια» σημείωνε ότι «είναι ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς, ένα έργο που σου επιτρέπει να ξορκίσεις με το γελοίο την τραγικότητα της εποχής που ζούμε. Δεν είναι μόνο οι χαρακτήρες που γνωρίζεις. Είναι η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη που φωτογραφίζεται και εκτίθεται γυμνή, ηλίθια και τραγική συγχρόνως». Αν και σχόλιο του Μποστ αφορά την μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, πόσο τραγικά επίκαιρο ηχεί ακόμα μέχρι σήμερα..!

Με φόντο το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, μια πολυθρόνα-μύδι, προορισμένη για την «παιδοκτόνο» Μήδεια, ο Νικορέστης Χανιωτάκης έστησε μια σουρεαλιστικής αισθητικής ευφυή, ευρηματική και ευφρόσυνη παράσταση, διανθισμένη με παραλληλισμούς και αναφορές στο σήμερα, που ανέδειξε -μέσα από μια ευτυχή συνύπαρξη του splatter και του γκροτέσκου στοιχείου, της ποπ κουλτούρας και του μαύρου χιούμορ- τον γελοιογραφικό και συγχρόνως κωμικοτραγικό χαρακτήρα της σατιρικής κωμωδίας αλλά και φώτισε τις διαχρονικές της αξίες.

Ο ευρείας υποκριτικής γκάμας ταλαντούχος Μάκης Παπαδημητρίου -ιδεώδης επιλογή για τον ομώνυμο ρόλο- έπλασε με ερμηνευτική άνεση, φυσικότητα και μπουφόνικη κινησιολογία μια εκκεντρική, πανούργα και σπιρτόζα Μήδεια, αντιμετωπίζοντας με δεξιοτεχνία την πρόκληση ενός γυναικείου ρόλου, και απέσπασε το αβίαστο γέλιο του κοινού. Αυθόρμητες και καταιγιστικές οι ατάκες του, υπηρέτησαν το θεατρικό σύμπαν του Μποστ, που δεν απαιτεί βάθος ερμηνείας και απεχθάνεται τους θεατρινισμούς, απλώς λέγεται και απαγγέλλεται.

Στο πλευρό του ηθοποιοί ορεξάτοι, που φαίνονταν να χαίρονται γι’ αυτό που έκαναν. Στον ρόλο του άπληστου Ιάσονα ο ίδιος ο σκηνοθέτης σκιαγράφησε μια αρκούντως γελαστική φιγούρα και η Μαρία Διακοπαναγιώτου, ως προκλητική καλόγρια Πόλυ σχεδίασε μια σκανταλιάρα απολαυστική femme-fatale. Με αφοπλιστικό σαρκασμό ο Οιδίποδας του Γιάννη Καλατζόπουλου, που φιλοδοξεί κατά Μποστ να γίνει ταμίας σε τράπεζα…

Στην παιγνιώδη με νόημα ατμόσφαιρα συνεισέφερε η εύθυμη ειρωνεία της Αννας Φιλιππάκη ως Αντιγόνη, η απολαυστική παρουσία του Γεράσιμου Σκαφίδα ως Τροφού καθώς και η ζωντάνια και ερμηνευτική ευελιξία της Αννας Κλάδη, στον διπλό ρόλο του Ψαρά/Εξάγγελου. Με επιρροές από τον μουσικό κόσμο του Λουκιανού Κηλαηδόνη -εξαιρουμένης της αυτούσιας εισαγωγής- η μουσική της Μόνικα, κατέκλυσε καθ’ υπερβολήν τη σκηνή. Με φολκλορικές αναφορές και επιδράσεις τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου.

Μια μεστή, σπιρτόζα και αιχμηρή παράσταση, τροφή όχι για χαχανητό αλλά για γέλιο υπονομευτικό.